top of page
Αναζήτηση

Ένα μικρό «κάτι» για τη Σαντορίνη…

Εικόνα συγγραφέα: Alexia ZervoudiAlexia Zervoudi

Fiction story


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, μια όμορφη κοπέλα, αλλά όχι εξαιρετικά όμορφη, που την έλεγαν Σαντορίνη. Υπήρχαν κι άλλες όμορφες κοπέλες στην οικογένειά της, η Πάρος, η Νάξος, η Ίος… Όλες έμοιαζαν λίγο – πολύ, κάποιες είχαν πιο γαλανά μάτια, άλλες πιο πράσινα, κάποιες ήταν πιο ψηλές και άλλες πιο στρογγυλές. Κάποτε όμως, συνέβη ένα μεγάλο δυστύχημα και η Σαντορίνη χτύπησε σοβαρά. Το χτύπημα αυτό, την πλήγωσε ανεπανόρθωτα, αφήνοντας στο όμορφο πρόσωπό της ένα σημάδι. Το πρόσωπό της αγρίεψε, τα μαλλιά της, μακριά και μαύρα, έκαναν το πρόσωπό της να φαίνεται πιο σκοτεινό, πιο άγριο. Με κάποιον τρόπο όμως, απέκτησε μια γοητεία που δεν έφεραν οι άλλες. Το σημάδι την έκανε να διαφέρει, να είναι μοναδική. Σε έκανε να γυρίσεις να την κοιτάξεις, να την προσέξεις. Από τότε, θα ξεχώριζε ανάμεσα στις φίλες της και όλοι θα συζητούσαν για αυτήν.


Δεν υπήρχε αντικειμενική γνώμη για την ομορφιά της. Κάποιοι τη θεωρούσαν αποτρόπαια, τη χλεύαζαν και τη φώναζαν «σημαδεμένη», άλλοι την αποκαλούσαν «λειψή». Κάποιοι άλλοι, τη θεωρούσαν τόσο ξεχωριστή, που στα μάτια τους φάνταζε η ομορφότερη από όλες τις Κυκλάδες. Στην πραγματικότητα όμως, λίγοι την αγαπούσαν. Η φήμη της έγινε ξακουστή, όλοι ήθελαν να την δουν από κοντά. Πως ήταν αυτό το μυστηριώδες πλάσμα, με τη σπάνια και άγρια ομορφιά; Εκείνη κρυβόταν από τα μάτια του κόσμου, ντρεπόταν για το σημάδι και η μόνη ώρα της ημέρας που άφηνε τον ήλιο να χαϊδέψει το πρόσωπό της ήταν στη δύση του.

Εκείνη η ώρα ήταν όλη δική της. Το χρυσό φως του ήλιου έκανε το σημάδι να μοιάζει με πολύτιμο κόσμημα, τα μαλλιά της έμοιαζαν με το βυθό της θάλασσας, το δέρμα της αποκτούσε μια χρυσοκόκκινη απόχρωση, όλη η φιγούρα της έμοιαζε μαγική, σαν να σμίλευσε κάποιος το σώμα της γυναίκας σε βράχο. Σύντομα, η Σαντορίνη έχασε το προνόμιο της μοναξιάς της. Πλήθος κόσμου την έψαχνε σε όλο το νησί για να την παρακολουθήσει να λούζεται στο φως. Η φήμη της ήταν τόσο ξακουστή, που έρχονταν στον τόπο της από όλο τον κόσμο για να τη δουν να αποκαλύπτεται. Όσοι ντόπιοι γνώριζαν που και πώς να τη βρουν, οργανώνονταν καλύτερα με τον καιρό και ζητούσαν ένα μικρό αντίτιμο– που αργότερα έγινε θηριώδες – για να οδηγήσουν τους επισκέπτες σε εκείνη. Και καθώς ο ενθουσιασμός και η φήμη μεγάλωναν, βρέθηκαν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι που θέλησαν να την εκμεταλλευτούν.


Οι άνθρωποι ήταν διστακτικοί στην αρχή. Τη θαύμαζαν χωρίς να την πλησιάζουν πολύ, κρυμμένοι πίσω από μεγάλες πέτρες. Αργότερα, έγιναν πιο θαρρετοί, στέκονταν διακριτικά πίσω της. Ώσπου έφτασαν να είναι ασυγκράτητοι! Την κυνηγούσαν, τη φωτογράφιζαν, σκαρφάλωναν πάνω της, άγγιζαν τα μαλλιά της, κάποιοι έκοβαν τούφες από τα μαλλιά της σαν τρόπαιο! 


Ζήτησε βοήθεια από τους θείους της, που ήταν αξιοσέβαστοι οινοποιοί και θα μπορούσαν ίσως να την προστατέψουν. Δεν ήθελε να ζει άλλο κρυμμένη και κυνηγημένη κι ένιωθε άβολα με όλη αυτήν την κατάσταση. «Όταν θα πλησιάζουν, θα τους καλούμε να δοκιμάσουν το κρασί μας», πρότεινε ο ένας της θείος. «Μα δεν μπορούμε να τρατάρουμε τόσο κόσμο, τι θα μείνει για εμάς;», είπε ανήσυχα ο άλλος. «Θα δοκιμάζουν λίγο και μετά θα τους πουλάμε το μπουκάλι», τον καθησύχαζε ο πρώτος. «Να δώσουμε το όνομα Σαντορίνη στο κρασί. Θα πούμε ότι στο μούστο χύθηκαν τα δάκρυα της Σαντορίνης. Θα γίνει ανάρπαστο!», είπε ο τρίτος που ήταν πιο πονηρός. Έτσι κι έγινε. Κάθε ηλιοβασίλεμα, η Σαντορίνη έβγαινε στο γλυκό φως του ήλιου. Χιλιάδες άνθρωποι, άλλοι πιο διακριτικά κι άλλοι πιο βίαια, την πλησίαζαν ώσπου οι θείοι τους καλούσαν να δοκιμάσουν από τα δάκρυά της. Το κρασί έγινε ανάρπαστο και οι θείοι πλούτισαν, ώσπου με τον καιρό ξέχασαν τη δυστυχία της ανιψιάς τους και επικεντρώθηκαν στα κέρδη τους και στην ολοένα αυξανόμενη παραγωγή τους.


Όσοι δεν πείστηκαν να ταξιδέψουν για να δουν τη Σαντορίνη από κοντά και να γευτούν τα δάκρυά της, διέδιδαν τη δική τους φήμη. «Είναι άσχημη, τίποτα το ιδιαίτερο. Σιγά μη δώσουμε λεφτά να δούμε τη σημαδεμένη!», έλεγαν, «τα δάκρυά της χαλάνε τη γεύση του κρασιού! Δεν αξίζει τα λεφτά μας!». Ο κόσμος διχάστηκε τόσο πολύ, οι μεν τη θεοποίησαν, οι δε τη δαιμονοποίησαν.


Κάποτε η Σαντορίνη έφυγε από τη ζωή. Αλλά ακόμη και πολλά χρόνια μετά το θάνατό της, οι κάτοικοι του τόπου διατηρούσαν τη φήμη ότι το φάντασμά της έρχεται κάθε απόγευμα κλαίγοντας και παρακαλώντας τον ήλιο να την πάρει μαζί. Ότι τα δάκρυά της ποτίζουν ολόγυρα τη γη, φτάνοντας να ποτίσουν ολόκληρο αμπελώνα! Και οτιδήποτε άλλο σκαρφιζόντουσαν για να συνεχίσουν να πωλούν τα προϊόντα τους, μαζί με αυτή την ιστορία.

Comments


©2018 by A Zed Story. Proudly created with Wix.com

bottom of page