top of page
Εικόνα συγγραφέαAlexia Zervoudi

Ένα τεράστιο inside #tbt


Guess what… Σας γράφω με ένα λάπτοπ, από το μπαλκόνι στην Πάρο, εκείνο που κάποτε, σε ένα σφάλμα του Μάτριξ, έγινε πέρασμα σκουληκότρυπας σαν αυτές του διαστήματος, κι έβλεπε απέναντι ένα άλλο μπαλκόνι, με αιώρα, στη Σίφνο!


Λένε ότι μετά από χρόνια, δεν θα θυμάσαι τι σου είπαν ή έκαναν, αλλά θα θυμάσαι πως σε έκαναν να νιώσεις. Η Κ ήξερε ότι εγώ θα τα θυμόμουν όλα. Τι είπαν, τι είπαμε, τι κάναμε, πως νιώθαμε. Οδηγούσα προς Νάουσα, δεν θα είχα απομακρυνθεί περισσότερο από πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι, όταν έκανα ένα τεράστιο δεκαετές φλας μπακ και κατόπιν, είπα στον εαυτό μου, «είσαι η ίδια κοπέλα με εκείνη που ήσουν». Τρομαχτικό, αλλά και υπέροχο ταυτόχρονα.


Πριν δέκα χρόνια ακριβώς, ένα τέτοιο βράδυ, καθότι μόλις είχα αποφοιτήσει από το Πάντειο, η συζήτηση του πως φαντάζεσαι τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια, έδινε κι έπαιρνε. Προφανώς είχα τον ενθουσιασμό να γίνω δημοσιογράφος (ηχητικό εφέ: κακαριστά γέλια μεσήλικης κυρίας) και λογικά μου φαινόταν ότι είναι πολύ μακριά τα 32. Είναι τελικά; Γιατί ακούγεται βαρύ, «πωπω, πέρασε μια δεκαετία από εκείνο το καλοκαίρι…», αλλά όπως είπε και ο Άλμπερτ, όλα είναι σχετικά.


Πρώτη φορά στην Πάρο, χωρίς τον κύριο Τζέρι. Πρώτη φορά, με βέρα στο χέρι το δεξί και ένα μωρό στο σπίτι. Πρώτη φορά στην Πάρο χωρίς το μαύρο Σίφουνα. Πρώτη φορά μετά από Παγκόσμια Πανδημία. «Και δεν μας έφτανε αυτό, τώρα ανοίγουν τα σύνορα από Αγγλία…»… Κατά το «Άγγλοι Γάλλοι Πορτογάλοι, σκέφτηκα από μέσα μου «Αγγλία, Τσεχία, Λαμία» (Λάρισα βασικά, αλλά έκανε καλύτερη ρίμα η Λαμία).


Ναι φίλες και φίλοι, αναφέρομαι στους γνωστούς αγνώστους, «Έξι της Πάρου» (μόνο τα πολύ παλιά και πιστά αναγνωστόπουλα θα καταλάβουν), το gang που αποτέλεσε τη σπίθα για τα true- αλλά συγκαλυμμένα- stories αυτού εδώ του blog. Ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων πλέον, είχαν περάσει την καραντινούλα τους κι εκείνοι, όπως και τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής τους, δηλαδή χωρίς να γνωρίζω το πώς. Ποιος ξέρει πως και πόσο θα είχαν αλλάξει. Διότι, πάντα έχουμε την αίσθηση ότι όλοι γύρω μας αλλάζουν, ενώ εμείς όχι!


Αν δεν είχαν αλλάξει, τότε θα μπορούσε η αφηγήτρια να υποθέσει ότι κατά την καραντίνα, ο Στυλάτος θα δοκίμαζε να εκτελέσει διάφορες γκουρμέ συνταγές μαγειρικής στο σπίτι, αλλά και θα περνούσε αρκετή ώρα αγναντεύοντας με ένα ποτήρι ακριβό μπράντι τη θέα στην Τσέχικη πόλη. Είχε σίγουρα πολλές ασχολίες στο σπίτι και απολάμβανε τη σπιτογατίαση, ίσως με λίγη τζαζ μουσική. Ο Γοητευτικός θα δούλευε ατελείωτα από το σπίτι, πιθανόν πιο παραγωγικός από ποτέ, αλλά με μια τεράστια επιθυμία να γυρίσει στην Ελλάδα για διακοπές – πρώτα ένα σύντομο city break στην παλιά του αγαπημένη, Αθήνα, με τη μηχανή ελεύθερος, χωρίς μάσκα και χωρίς sms, ποιο sms, ακόμη δεν είχε συνηθίσει την ιδέα ότι έχει κινητό ίσως (πολύ συγκαλυμμένο Inside joke, σόρι, αλλά ήθελα να το γράψω). Κατόπιν σε κάποια απομακρυσμένη παραλία για αποφόρτιση, old school γοητευτικές καταστάσεις. Από όλους τους, νομίζω ότι εκείνος θα καταπιέστηκε περισσότερο με το λοκντάουν. Ο Πονηρούλης δεν θα είχε μεγάλο πρόβλημα με την κλεισούρα, θα αναδυόταν μέσα από τα λινά του σεντόνια ανάμεσα σε δύο κοπέλες, καθότι λάτρης του γυναικείου φύλου, κρατώντας μια σαμπάνια στο χέρι. Αλλά ίσως και να τα είχε δώσει όλα σε έναν και μοναδικό έρωτα τώρα πια, σε αυτή την περίπτωση πιθανό να τον βλέπαμε σε ένα τζακούζι γεμάτο ροδοπέταλα. Σίγουρα πάντως η καραντίνα του θα ήταν πονηρούλικη και a little extra. Ο Τζεντλμαν, μπορώ να φανταστώ να είναι πιο σινεφίλ από τους υπόλοιπους (και πιο γκρινιάρης), να έχει λιώσει στο νετφλιξ, αλλά και να κάνει ατελείωτες βιντεοκλήσεις με φίλους και σίγουρα, να «παρανομεί» έστω και αθώα από τους αυστηρούς κανόνες της καραντίνας, για μια έξτρα βόλτα, ή μια βουτιά στη θάλασσα. Όποτε θα είχε αυπνία, θα έβαζε την κοπέλα του να κάνει λίγο πιστολάκι μαλλιών για να αποκοιμηθεί στο λεπτό.


Θα παρατηρήσατε ίσως ότι οι έξι, στο παρόν ποστ είναι τέσσερις, καθότι με το γήρας έχω χάσει πλέον τις ιδιότητες της Πυθίας και δεν έχω καμία εικόνα για τον Γκούκλ Τρανσλέητορ και τον Σιωπηλό... Άλλωστε, μπορεί να πέφτω κοντά, μπορεί και καθόλου, αλλά έτσι τους γνώρισα και έτσι τους φαντάζομαι, σε ένα ριγιούνιον δέκα χρόνων που συνέβη στο κεφάλι μου χθες βράδυ. Να κάνουμε ηλιοθεραπεία με την Κ στο «βράχο της κορώνας» (πρώην «βράχος της γοργόνας»), στο Μοναστήρι, και να καταφθάνουν με ένα φουσκωτό, φορώντας μάσκες με γελοία σχεδιάκια για τη φάση και γιατί για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτό θα τους έκανε χαριτωμένους στις ξένες τουρίστριες και κυρίως τις ισπανόφωνες.

119 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page