Η αφηγήτρια & οι Πληγές του Φαραώ
Ήταν βράδυ Κυριακής, όταν η εξουθενωμένη αφηγήτρια άνοιξε την Πύλη του Χάους. Για πολλές ημέρες σκεφτόταν να ανοίξει αυτή την πόρτα, να πιάσει τη σφουγγαρίστρα και να φέρει βόλτα το νοικοκυριό, που λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων είχε αφεθεί στο έλεος. Τα μάτια της άργησαν να συνηθίσουν το έντονο ηλεκτρικό φως που άλλοτε έκανε τα πλακάκια του μπάνιου να αστράφτουν, μέχρι που μέσα στη μυωπία της άρχισε να εντοπίζει μικρές, μαύρες πεταλουδίτσες. Άπλωσε τη χερούκλα της και άρχισε να σκοτώνει μερικές, ώσπου γύρισε την πλάτη και στην άλλη μεριά του τοίχου αντίκρισε σμήνη από δαύτες. Να ήταν πενήντα; Εκατό;
Ήταν αδύνατο να τις μετρήσει, καθότι οι κραυγές που έβγαιναν αβίαστα από το στόμα της έκαναν τις πεταλούδες να πετούν πάνω από το κεφάλι της επιθετικά. Έφυγε και έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω της και με ορμή άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, ή αλλιώς, το ντουλάπι με τα αγαπημένα της δηλητήρια. Τα δηλητήρια της αφηγήτριας σκότωναν και την πιο δόλια κατσαρίδα, θα ήταν αδύνατο να μην εξοντώσουν μερικές πεταλουδίτσες, φαίνονταν άλλωστε τόσο, μα τόσο εύθραυστες.
Δέκα ημέρες μετά οι πεταλουδίτσες άρχισαν να εμφανίζονται και να πολλαπλασιάζονται σε όλους τους χώρους της μικρής έπαυλης, που παρεμπιπτόντως περιβαλλόταν από πυκνή βλάστηση, που περισσότερο έμοιαζε με τον Αμαζόνιο, παρά με συνηθισμένο κήπο προαστίων και σε αυτόν κατοικούσαν διάφορα πλάσματα «της φύσης».
Κατάκοπη από τον αγώνα επικράτειας, «ή αυτά, ή εμείς!», την άλλη ημέρα το πρωί, η αφηγήτρια χτένιζε την κόμη της όταν το μάτι της έπεσε σε ένα περίεργο εύρημα εντός του λουτρού. Στην αρχή της φάνηκε ότι ήταν η ιδέα της, όταν όμως εξέτασε το στοιχείο προσεκτικά η Δεύτερη Πληγή του Φαραώ έκανε τα χέρια και τα πόδια της να τρέμουν. «Νομίζω έχουμε ποντίκι…», ψιθύρισε στο λαγωνικό της κι εκείνο φάνηκε να συμφωνεί, σαν κάτι να ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να της το πει.
Το απόγευμα, γυρνώντας από τη δουλειά, βρήκε ακόμη δύο ευρήματα. Ήταν πλέον σίγουρο. Η έπαυλη δεχόταν επίθεση εκ των έσω. Με μανία έπιασε να σηκώνει όλα τα έπιπλα στο διάβα της, ακόμη και το πλυντήριο, αλλά δεν βρέθηκε τίποτα. Για καλή της τύχη, σε λίγο επέστρεφε ο άντρας του σπιτιού, ο Μέγας Ανιχνευτής. Και εκεί που τον περίμενε με ένα βουβό κλαψούρισμα, κουλουριασμένη στον καναπέ, ακούει ένα θόρυβο από το μπάνιο. «Πίσω και σ’ έφαγα!», ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει προς το μπάνιο, άοπλη. Λίγο πριν φτάσει στο κατώφλι της πόρτας, ο Ρατατούης πετάχτηκε μπροστά της, άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πηδάει πάνω από τα πόδια της, δίνει μια σπρωξιά στον γέροντα Κύριο Τζέρι και κρύβεται κάτω από τη Βιβλιοθήκη, που σε όγκο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Όταν επέστρεψε ο Άνδρας του σπιτιού, τη βρήκε σε κατάσταση νιρβάνα, στρογγυλοκαθισμένη στον καναπέ, με σβηστά τα φώτα. «Περιμένω να βγει. Εκεί είναι…», είπε ψύχραιμα και του έδειξε τις παγίδες που είχε στήσει. Όμως εκείνος δεν μπορούσε να περιμένει το νυχτόβιο τέρας, άναψε ξανά όλα τα φώτα και σαν άλλος Κουταλιανός έσπρωξε τη βιβλιοθήκη μισό μέτρο μπροστά. Ο Ραταούης άρχισε πάλι την τρεχάλα γύρω από τα πόδια τους, βρέθηκε για λίγες στιγμές στα δόντια του λαγωνικού, ο κύριος Τζέρι παρέμενε απλός θεατής κι ο Ρατατούης ξέφευγε ξανά και ξανά.
Τέσσερις ώρες διήρκησε η καταδίωξη του Ρατατούη, όταν ο Κουταλιανός κατά τον κόσμο Χάρης, στρίμωξε επιτέλους τον ποντικό στην πόρτα έξω από την κουζίνα. Άρπαξε το δόρυ του, ήτοι το σκουπόξυλο, και ωσάν να ήθελε να σκοτώσει Τυραννόσαβρο Ρεξ, του βρόντηξε μια δυνατή σκουποξυλιά στοχεύοντας στο Δόξα Πατρί.
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα από τη σμπρωξιά, το σκουπόξυλο διαμελίστηκε σε χίλια κομμάτια και ο Ρατατούη αλόβητος, αλλά φανερά τρομοκρατημένος, βούτηξε μέσα στην κουζίνα αλλόφρων. Το χειρότερο μόλις είχε συμβεί. Ποντίκι στην κουζίνα σήμαινε ότι ο χειρότερος εφιάλτης ζωντάνευε ξανά μπροστά στα μάτια της αφηγήτριας.
Για ένα ποντίκι η κουζίνα είναι ο παράδεισος του κρυφτούλι. Αμέτρητες κρυψώνες, αμέτρητες διαδρομές και συνάμα ό,τι πιο σιχαμένο για τους κατοίκους της μικρής έπαυλης, που είχαν βιώσει ξανά αυτό το δράμα προ διετίας. Ο Κουταλιανός-Χάρης έχασε την ψυχραιμία του. «Τελείωσαν όλα, χαθήκαμε», ψέλλισε και άρπαξε ένα δεύτερο σκουπόξυλο. Καθώς η υπομονή τους, αλλά και ο οπλισμός τους άρχισε να λιγοστεύει, η αφηγήτρια βρήκε τον Ρατατούη εγκλωβισμένο ανάμεσα σε δύο κατσαρόλες.
Έσκυψε και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν συμπαθητικός και ήθελε να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία. «Μίκι, Ρατατούη, ή όπως διάολο σε λένε, βγες έξω από το σπίτι μας και θα σε αφήσουμε να ζήσεις». Εκείνος την κοίταζε κατάματα, να καταλάβει αν του έλεγε αλήθεια, όμως τα μάτια του Κουταλιανού πέταγαν σπίθες, ήταν πασιφανές ότι τίποτα δεν μπορούσε να τον γλιτώσει.
Σε μια στιγμή ο Ραταούη χάθηκε από τα μάτια τους. Η αφηγήτρια ούτε πρόλαβε να καταλάβει πως αυτή η τρυφερή στιγμή είχε λήξει και η δράση είχε πάρει τη θέση της. «Πίσω σου είναι!», ούρλιαξε ο Κουταλιανός-Χάρης και η ψυχραιμία που με τόσο κόπο είχε βρει η αφηγήτρια εξανεμίστηκε. Πετάχτηκε στο ταβάνι ουρλιάζοντας «πίσωωωωω μουουου?????», το κυνηγητό ξεκίνησε και πάλι, ώσπου το δεύτερο σκουπόξυλο έσπασε πάνω στο άψυχο πλέον σώμα του Ρατατούη.
Η αφηγήτρια κατάκοπη άρχισε να μαζεύει το χάος της κουζίνας, απορροφημένη στις σκέψεις της… Ποτέ δεν είναι ευχάριστο να σκοτώνεις ένα ζώο, ακόμη κι αν αυτό είναι ποντίκι. Δυστυχώς για εκείνη, οι Πληγές του Φαραώ δεν είχαν σταματημό…
«Μια κατσαρίδα!», φώναξε οργισμένος ο Κουταλιανός. Ε, όχι, αυτό πήγαινε πολύ. Δεν υπήρχαν αποθέματα ψυχραιμίας, είχε έρθει η ώρα να αφεθεί σε απόλυτη υστερία.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ», ο χειρότερος εφιάλτης της αφηγήτριας παρέλαυνε με χάρη στην κουζίνα της. "Σκότωσέ τη!", τη διέταξε ο Κουταλιανός. Μα τι ήταν αυτές οι τρέλες που της έλεγε; Είχε παραλύσει από φόβο και απελπισία, ήταν αδύνατο να δράσει κι έτσι, το πόδι του Κουταλιανού έγινε φονικό όπλο για την κατσαρίδα. "Μαζεψέ τη τουλάχιστον!", είπε αηδιασμένος, αλλά όταν κίνησε να πάει προς το μέρος της η αφηγήτρια, διαπίστωσε ότι η κεραία κουνιόταν ακόμη και άρχισε να τσιρίζει και να κλαίει απαρηγόρητη. Τότε ακούστηκε από την άλλη άκρη της κουζίνας, "κι άλλη! κι άλλη κατσαρίδα!". Αυτό ήταν. Αφέθηκε στην υστερία και την παράκρουση και βγήκε έξω στον κήπο, που σίγουρα υπήρχαν λιγότερα ζώα και ζωίφια, από ό,τι μέσα στο σπίτι της....
Ο Κουταλιανός έκλεισε την τρύπα στον τοίχο, που όπως φάνηκε ήταν πέρασμα για τις βρωμοκατσαρίδες. Όσο για τις πεταλουδίτσες, σκίσανε πολλοί γεωπόνοι τα πτυχία τους μέχρι να καταφέρουν να τις εξολοθρεύσουν...