Ήταν τυχερή, είχε βρει το άλλο της μισό, κάτι πραγματικά σπάνιο και πολύτιμο. Ήταν αυτός για εκείνη, μόνον αυτός, το ήξερε, το ένιωθε, το έχτιζε κάθε ημέρα. Όλη της τη ζωή ήταν σκληρή, δυνατή, δεν είχε κανέναν ανάγκη για να τη δυναμώσει ή να την ολοκληρώσει. Ήταν αυτόνομη, αυτάρκης, γεμάτη από ενέργεια. Είχε πληγωθεί κάποιες φορές, μα ήταν μόνο γραντζουνιές που γρήγορα ξεθώριαζαν στο χρόνο. Απλώς έτυχε να βρεθεί εκείνος στο δρόμο της και τότε, εκτός από πολύ δυνατή, ήταν και πολύ ευτυχισμένη.
Ήξερε ότι βρήκε την πραγματική της αγάπη, γιατί αυτού του είδους η αγάπη γινόταν μέρα με τη μέρα πιο ισχυρή αντί να ξεθυμαίνει. Τον βάφτισε έρωτα, στήριγμα, σύντροφο, τον βάφτισε αγκαλιά, ταξίδι, μαξιλάρι, τον βάφτισε ευτυχία με γεύση. Μια ημέρα όμως, έτσι ξαφνικά, κάτι έγινε κι ούτε ξέρει γιατί, εκείνος τυφλός από εγωισμό ή δειλός, ποιος ξέρει, έφυγε μακριά της. Την αποχαιρέτισε λέγοντάς την «αγάπη του», γιατί η αγάπη του ήταν. Αυτή τη φορά δεν ήταν γρατζουνιά. Ήταν ξερίζωμα. Δεν άπλωσε το χέρι της να τον κρατήσει, γιατί είχε ακούσει από μικρή, πως όταν κάτι δεν γυρίζει πίσω σε εσένα, δεν ήταν ποτέ δικό σου. Δεν σταμάτησε ούτε μία στιγμή να πιστεύει ότι αυτός, που τώρα γύρισε την πλάτη και φεύγει, είναι η πραγματική αγάπη της, το απόλυτο ταίριασμά της. Έμεινε μόνη της, με τόσους πολλούς να της χαϊδεύουν τα μαλλιά και να της λένε πως είναι δυνατή, μόνη της με άπειρους φίλους, μόνη της με όλους εμάς γύρω της. Δεν έπαψε να είναι δυνατή, δεν έπαψε να είναι αυτάρκης, αλλά ένιωθε ότι η μοναξιά της θα κρατήσει για πάντα. Θα έβρισκε σύντροφο, θα ερωτευόταν ξανά, πιθανότατα θα ξαναγαπούσε. Οι άνθρωποι ερωτεύονται πολλές φορές στη ζωή τους και έχουν την ικανότητα να αγαπούν περισσότερους από έναν ανθρώπους. Όμως ένας είναι ο άνθρωπος που κουμπώνει άψογα στην καρδιά σου…
Πέρασε ο καιρός, σε μια τυχαία συνάντηση τον κοίταξε από μακριά και ήξερε, ότι ακόμη, μετά από τόσο καιρό, είναι αυτός, κι ας μην του αξίζει. Όλοι έχουμε έναν δικό μας άνθρωπο στον κόσμο, για εκείνη ήταν αυτός. Δεν έκλαψε ούτε τότε. Χαμογέλασε στην παρέα της, είπε αστεία, ήπιε, τραγούδησε και χόρεψε και στο τέλος γύρισε σπίτι της έχοντας περάσει καλά. Μα όπως κάθε βράδυ, άκουγε το μικρό σφύριγμα, από την μικρή τρυπούλα που είχε ανοίξει στην καρδούλα της και δεν έλεγε να κλείσει. Δεν κλαίει πριν κοιμηθεί, δεν το έκανε ούτε εκείνο το βράδυ κι ας τον είχε δει από τόσο κοντά, κι ας άντεξε να του δώσει απλώς μια ψυχρή χειραψία. Είναι δυνατή, πολύ δυνατή. Αυτό θα σκέφτηκε κι εκείνος ίσως. Ίσως ήταν τόσο βλάκας, που δεν κατάλαβε ποτέ τι χάθηκε όταν έφυγε… Σε ανύποπτο χρόνο, ένα βράδυ, με ένα συνηθισμένο τραγούδι, σε μια χωρίς ένταση ατμόσφαιρα, τα μάτια της αρχίσανε να φλυαρούν με τη θάλασσα, ώσπου πια δεν ξεχώριζες τη θάλασσα από τα μάτια. «Μην κλαις. Είσαι δυνατή». Και τότε σήκωσε τις θάλασσες και απάντησε «κλαίω για όλα τα «μην κλαις» που μου έχουν πει». Αυτοί που αξίζουν πραγματικά την αγάπη, είναι εκείνοι που την έχασαν…