To Γκράντε Μπάτσελορ δεν βρήκε μόνο ξεβράκωτο τον γαμπρό, αλλά και να κυλιέται στα χώματα, σε ξένα χώματα και συγκεκριμένα σε ξένα και επικίνδυνα χωράφια. Το Νούμερο Ένα τοπικό προϊόν της Χαβάης, βρισκόταν άπλετο σε ξέφραγα «αμπέλια» και οι κουμπαροσυγκούμπαροι θέλησαν να κάνουν βαρελάκια ανάμεσα στις καλλιέργειες. Το χώμα ήταν πολύ αφράτο, οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν τον ηφαιστιακό περλίτη για αυτή τη δουλειά, ένα φυσικό προϊόν που χρησιμοποιείται για εδαφοβελτίωση. Κι εκεί που ο Βάγγος έκανε ανέμελος τα βαρελάκια του, ένας καλλιεργητής που το παρατσούκλι του ήταν «Μπεκροκανάτας» τους πήρε μυρωδιά κι άρχισε να τους κυνηγάει πετώντας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Πέτρες, ξύλα, ακόμη κι ένα μπουκάλι εκτόξευσε κατά πάνω τους, ενόσω οι κουμπαροσυγκούμπαροι έτρεχαν λυσσαλέα και γυμνοί και τα πόδια τους βυθιζόντουσαν στο αφράτο χώμα. Ο γαμπρός οριζοντιώθηκε άξαφνα, καθώς ένα μπουκάλι μπίρας τον πέτυχε στα ζυγωματικά. Μια πέτρα, τον χτύπησε δυνατά στο κωλομέρι. Σιγά σιγά, μια μεγάλη μελανιά άρχισε να εμφανίζεται στα μούτρα του, ενδεχομένως από αυτό να προκλήθηκε και η αμνησία, εξαιτίας της οποίας συνέβησαν τα επόμενα γεγονότα…
Καθώς ο Μάικ είχε επιστρέψει στην παραλία του, οι κουμπαροσυγκούμπαροι έπρεπε να επιστρέψουν στις γυναίκες τους και ο γαμπρός στη νύφη. «Βάγγο, έχεις μια μελανιά στη μάπα», είπε ο διαβολοκουμπάρος γελώντας. Ο άλλος κουμπάρος έβγαζε μόλις μερικά σπόρια από την τσέπη του, ανακατεμένα με χώματα. «Ρε μ!@#κες, γέμισαν χώμα οι τσέπες μου…». Αθώος και άβγαλτος ως ήταν, δεν αναγνώρισε ότι τα σπόρια ήταν Κάνναβη, και πως η επιδρομή τους στο «αμπέλι» θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Για λίγο είχαν γλιτώσει τη φυλακή, μα δεν το είχαν μυριστεί. Με τούτα και με εκείνα, άφησαν το Βάγγο στην εξώπορτα της Χαβανέζαςκι έφυγαν ολοταχώς, πρωτού τους πιάσει στο ξύλο κι εκείνους. Η Χαβανέζα πάντως δεν έδωσε καμία σημασία στη μελανιά που κοσμούσε τόσο κομψά το ένα τρίτο του προσώπου του. Περισσότερο έδωσε έμφαση, στο γεγονός ότι ο μέλλον σύζυγός της επέστρεψε στις εννέα παρά το πρωί, ώρα Χαβάης, χωρίς σώβρακο.
Όταν οι κουμπάροι γύρισαν στο ξενοδοχείο, η Σούτκεης με το Νεσεσσεράκι και την Παστρικιά κουμπαροσυγκουμπάρα, είχαν ήδη πάρει το δρόμο για την παραλία. Κι έτσι, κανείς δεν προνόησε για τα βασικά, όπως ξυπνητήρι και υπενθύμιση παραλαβής του πιο ιερού πράγματος που μια Χαβανέζα νύφη θα πρέπει να κρατά στο γάμο της… Τη γαμήλια ανθοδέσμη!
Και κάπως έτσι η ώρα πήγε πέντε το απόγευμα και οι κουμπάροι έτρεχαν να ετοιμαστούν και είχαν το νου τους πως θα πιούνε δέκα μπίρες ο καθένας, ώστε η Σούτκεης να χρησιμοποιήσει τα τενεκεδάκια για «κουδούνια» στο γαμήλιο αυτοκίνητο, μια παράδοση που έφερνε μαζί της από τη χώρα της και πίστευε ότι η Χαβανέζα κουμπαροσυγκουμπάρα θα εκτιμούσε δεόντως…