Οι Αμαζόνες & η Κόκκινη Μάχη 1
Ήταν κάπου στο 425 π.Χ. όταν οι τελευταίες Αμαζόνες εμφανίστηκαν στο Αρχαίο Φάληρο και πρωταγωνίστησαν στην Κόκκινη Μάχη, μια μάχη άνευ προηγουμένου, που δεν αναφέρεται σε καμία σελίδα της Ιστορίας, αφού όλοι προσπαθούσαν απλά να ξεχάσουν… Θλιβερά γεγονότα έκαναν τον Ηρόδοτο, που τότε ήταν σε προχωρημένη ηλικία, να κλάψει με μαύρο δάκρυ πάνω από το μελάνι κι οι σελίδες μαύρισαν και χάθηκαν στο χρόνο… Μόνο μια αρχαία περγαμηνή διασώθηκε από την Κόκκινη Μάχη και έφτασε στο A Zed Story, ώστε η αλήθεια να δει το φως της δημοσιότητας.
Ήταν η ημέρα της γέννησης του Αρταξέρξη του Γ΄, όταν έκανε πρεμιέρα η «Εκάβη», ένα νέο θεατρικό αριστούργημα του Ευριπίδη. Από όλες τις πόλεις-κράτη της Ελλάδας ο κόσμος κατέβαινε στην Αθήνα κι έστηνε τέντες έξω από το αρχαίο θέατρο του Διονύσου, με την ελπίδα να βρεθεί ένα εισιτήριο. Το έργο ήταν sold out για μήνες και οι φιλότεχνοι Έλληνες περνούσαν τον καιρό τους νωχελικά, μέχρι να καταφέρουν το ακατόρθωτο. Κάποιοι δηλητηρίασαν τους διπλανούς για να ξεκλέψουν προτεραιότητα, άλλοι σκαρφάλωναν σε δέντρα προκειμένου να δουν μια σκηνή, άλλοι πέθαιναν στην αναμονή και οι πιο πλούσιοι λάδωναν και ξαναλάδωναν τους πορτιέρηδες ανεπιτυχώς, ενώσω έπιναν κρασί κι έτρωγαν σταφύλια στις πολυτελείς σκηνές τους. Η Δημοκρατία δεν επέτρεπε σε κανέναν να προσπεράσει τις ουρές επειδή ήταν πιο όμορφος ή πιο πλούσιος ή πιο φωνακλάς. Οι πλούσιοι μισούσαν τη Δημοκρατία… Ανάμεσά τους και ο πλουσιότερος άνδρας της Σπάρτης, ο Δώρος ο 13ος.
Ο Δώρος δεν ήταν ο 13ος του ονόματός του, καθότι κανένας άλλος δεν υπήρξε πριν ή μετά από αυτόν, αλλά του είχαν κολλήσει αυτόν τον αριθμό επειδή τον θεωρούσαν γκαντέμη. Μετακινούταν με τον ιδιωτικό του στρατό από πόλη σε πόλη κι όπου ρίζωνε τα ζώα πεθαίνανε, έκανε μήνες να βρέξει, ακόμη κι οι γυναίκες σταματούσαν να κάνουν παιδιά. Τον μισούσαν αλλά και τον φοβόντουσαν όλοι και παρότι πολλοί ονειρεύονταν ή σχεδίαζαν τη δολοφονία του, ο Δώρος ήξερε να τους δωροδοκεί και να τους ελέγχει με δόλια μέσα και όποιος δεν υπάκουε, κατέληγε να βλέπει τα ραδίκια ανάποδα. Στην περίπτωση της εποχής που εξετάζουμε, ο Δώρος είχε στρατοπεδεύσει λίγο έξω από την Αθήνα, σε μια όμορφη παραλιακή πόλη που ονομαζόταν Φάληρο.
Σαράντα τέντες περικύκλωναν την αυτοκρατορική αρχιτέντα του Δώρου, καθώς πάντοτε ταξίδευε με τις τρείς γυναίκες του, τους καλύτερους από τους στρατιώτες του και μια δεκαριά γιατρούς, καθότι πιο πολύ από όλα, φοβόταν τις ασθένειες. Μαζί ήταν και ο επιστήθιος φίλος του, ο Σαμιαμίδης, που εκτός των άλλων αρμοδιοτήτων του, ήταν υπεύθυνος για τη δοκιμή όλων των φαγητών και ποτών που σέρβιραν στο Δώρο. Ο Σαμιαμίδης ήταν πολύ ψηλός και χοντρός και είχε ανοσία στα περισσότερα από τα γνωστά δηλητήρια, επομένως δεν κινδύνευε με θάνατο, αλλά τον έπιανε φριχτός στομαχόπονος όταν τύχαινε σε δηλητηριασμένο φρούτο.
Λίγες εβδομάδες μετά τη στρατοπέδευση του Δώρου του 13ου , η θάλασσα πάγωσε σαν λίμνη της Σιβηρίας, τα δέντρα μαράζωσαν, χιόνι σκέπασε όλο το λιμάνι και τα πλοία αχρηστεύτηκαν. Καθώς δεν έβρισκε εισιτήριο για την «Εκάβη», ο Δώρος άρχισε να χάνει την υπομονή του και οι αρχικά δήθεν τυχαίοι θάνατοι μετατράπηκαν σε βίαιους φόνους, που πλέον όλοι στην Αθήνα ήξεραν ότι προέρχονταν από το χέρι του «ξένου». Η Πάστα, η πρώτη σύζυγος του Δώρου και κουμανταδόρισα του ιδιωτικού του στρατού, μεθυσμένη από την οργή της φόνευσε ακόμη και έναν από τους ηθοποιούς, ενώ ο Ευριπίδης τράπηκε σε φυγή και τελικά όλες οι παραστάσεις ακυρώθηκαν.
Και τότε μια ανώνυμη επιστολή που ζητούσε βοήθεια, έφτασε στα χέρια της Άρτεμις, που κάλεσε την Κυνάνη και τη Μήδα και οι τρείς τους κατέβηκαν με άλογα από τη Μαύρη Θάλασσα στην Αθήνα για να πολεμήσουν το Δώρο…