Βρήκαν τη Μάντισσα μαστουρωμένη, ημιλιπόθυμη πάνω στο ξύλινο στρογγυλό τραπέζι. Η μουγγή βοηθός της έγνεψε στις Αμαζόνες να καθίσουν κυκλικά γύρω της και να κάνουν ησυχία, έως ότου η Μάντισσα καταδεχόταν να ανοίξει τα μάτια της. Η αναμονή φάνταζε σαν αιωνιότητα, η αγωνία της Άρτεμις είχε φουντώσει, ενώ η Μήδα γκρίνιαζε από μέσα της αδιάκοπα. «Πάψε επιτέλους!», είπε η Μάντισσα και σήκωσε το κεφάλι της. «Φλυαρείς πολύ μέσα στο μυαλό σου», εξήγησε. Η Μήδα θύμωσε και έριξε μια τσιμπιά στην Κυνάνη κάτω από το τραπέζι. «Πείτε μας, θα κερδίσουμε τη Μάχη;», είπε ανυπόμονα η Άρτεμις. «Θέλεις να χτίσεις ένα Μαυσαλείο για να εξιλεώσεις τις τύψεις σου. Εσύ σκότωσες τον άνδρα σου! Κακούργα!», βρυχήθηκε η Μάντισσα και η Άρτεμις ξεροκατάπιε.
Επιτέλους, η μαστούρω είχε κερδίσει όλη την προσοχή της Μήδας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ιδέα για τον μακαρίτη αδερφό-σύζυγο της αρχηγού. «Α, για πες…», είπε η Κυνάναη, που τον ενικό τον είχε στο τσεπάκι. «Σκασμός εσύ!», τη μάλωσε και άρχισε να σχηματίζει στον αέρα κύκλους με τα δάχτυλά της. Η Μάντισσα φάνηκε να προσπαθεί να διακρίνει κάτι ανάμεσα στους νοερούς κύκλους και πέρασε αρκετή ώρα, ώσπου έδωσε την προφητεία. «Η Μάχη θα γίνει αύριο το ξημέρωμα… Ο πάγος θα βαφτεί με πορφυρά χρώματα… Η οσμή του θανάτου θα φτάσει μέχρι την Ακρόπολη… Αλλά αυτός που κυνηγάτε θα γλιτώσει», ψιθύρισε και στα καπάκια ξεφώνησε με όλη της τη δύναμη «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ!». Αφού ηρέμησε και ξαναβρήκε την κανονική φωνή της, τους ζήτησε δέκα χάλκινα νομίσματα Χελώναι, νόμισμα της Αίγινας, καθότι η μάντισσα είχε προβλέψει την πτώση της Αθήνας και την άνθιση της Αίγινας. Οι Αμαζόνες έφυγαν κάπως απογοητευμένες, τα λόγια της Μάντισσας τις είχαν μπερδέψει.
Νωρίς το ξημέρωμα ξεκίνησαν με τα άλογα από τον Υμηττό για το Φάληρο. Είτε έβγαιναν ζωντανές από αυτή την τραγωδία, είτε όχι, ήξεραν ότι ο Δώρος θα γλίτωνε, όμως ήταν πολύ αργά για να κάνουν πίσω. Το σχέδιο ήταν να μπουν αθόρυβα στην κατασκήνωση και να ξεκοιλιάσουν όποιον έβρισκαν μπροστά τους… Είχε κρύο, όλα στο Φάληρο ήταν παγωμένα σαν από κρύσταλλο. Οι Αμαζόνες άρχισαν να διασχίζουν αθόρυβα τον καταυλισμό… Καθώς το άλογο της Κυνάνης ήταν πιο νεαρό και πιο ατίθασο, με μια αδέξια κίνηση έριξε κάτω μια σειρά από πιθάρια. Τα πιθάρια έπεφταν σαν dominos κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Από μέσα τους άρχισε να χύνεται άφθονο κόκκινο κρασί, όλα βάφτηκαν κόκκινα, ενώ πρώτοι ξεπετάχτηκαν από τις τέντες τους πανικόβλητοι οι γιατροί με τις σωβρακοφανέλες της εποχής. Στις Αμερικανικές ταινίες, πρώτα πεθαίνει η ξανθιά χαζή, μετά ο μαύρος ή ο χοντρός της παρέας… Με αυτή τη σειρά, στην εποχή όπου εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, πρώτα πέθαναν οι γιατροί και στη συνέχεια, το άλογο της Κυνάναης ποδοπάτησε κατά λάθος τον Σαμιαμίδη, που είχε λιγούρα κι είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα στα πιθάρια με το χυλό τρώγοντας σαν γουρούνι. Ο Δώρος, που εκείνο το βράδυ κοιμόταν με τη δεύτερη και την τρίτη σύζυγό του, αποφάσισε να κερδίσει χρόνο μεταμφιέζοντας τον εαυτό του σε γυναίκα. «Κορίτισια, ντύστε με σαν πόρνη!» κι εκείνες του φόρεσαν στηθόδεσμο και κοκκινάδι στα χείλη και προσπαθούσαν να το ξεριζώσουν το μουστάκι και τη γεννειάδα με μια κλωστή.
Πετάχτηκε και η Πάστα από τη δική της τέντα ξεφωνίζοντας ακαθόριστες πολεμικές ιαχές, ξωπίσω της ο νυσταγμένος ιδιωτικός στρατός, ή τουλάχιστον ο μισός από αυτόν, αφού οι περισσότεροι παραφύλαγαν στα Μακρά Τείχη. Η Μήδα ένιωσε ότι πριν τους αποφεκαλίσει θα τη διασκέδαζε πολύ να τους χαστουκίσει όλους. «Ζώα!!! Ζώωωωαααα!», φώναζε εξοργισμένη και αμολούσε σφαλιάρες και οι στρατιώτες ξαφνιάζονταν τόσο πολύ που δεν προλάβαιναν να αμυνθούν κι έπεφταν κάτω σαν τις μύγες.
Η Πάστα τα έβαλε με την Κυνάνη, πάλεψαν σώμα με σώμα και στο μεταξύ η Άρτεμις είχε βρει το χρόνο να μπουκάρει στη σκηνή του Δώρου. Εκεί βρήκε τρεις γυναίκες να πίνουν το τσάι τους ατάραχες….