Οι Αμαζόνες & η Κόκκινη Μάχη 4
Η πολυτελής τέντα ήταν αναμφίβολα του Δώρου, αλλά εκείνος δεν βρισκόταν μέσα. «Ο δειλός! Το έσκασε!», είπε η Άρτεμις ψάχνοντας με τα μάτια για κάποιο ίχνος πίσω από τις κουρτίνες και τα παραπετάσματα. Χρυσά κηροπήγια καρακιτσάτα κοσμούσαν το τραπέζι. Στο δάπεδο ξαμολημένο ένα χαλί, από γούνα Σιβηρικής τίγρης. Οι τρεις γυναίκες κάθονταν σταυροπόδι και κεντούσαν χωρίς να κάνουν ερωτήσεις. Μόνο η μια, που φαινόταν πιο νέα και πιο αλανιάρα απευθύνθηκε στην Άρτεμις, «Μην μας πειράξεις! Είμαστε γυναίκες!». Της φάνηκε παράξενη της Άρτεμις αυτή η παράκληση. Κι η Άρτεμις ήταν γυναίκα, αν και όχι συνηθισμένη. Δεν ήξερε ότι οι γυναίκες μάχονταν; «Ποιες γυναίκες είστε είναι το θέμα. Ή μάλλον, ποιανού;», είπε αυστηρά με μια γλυκιά ειρωνεία που τη χαρακτήριζε. Η Άρτεμις η Διωναία, αυτό ήταν το παρατσούκλι της, έμοιαζε με το ομώνυμο σαρκοφάγο φυτό. Είχε ό,τι χρειάζεται για να είναι ελκυστική στο θήραμά της και μόλις την πλησίαζε αρκετά το κατάπινε, το εξαφάνιζε. Κάπως έτσι, η Ζωζεφίνα, η νεότερη από τις τρεις συζύγους του Δώρου νόμιζε ότι θα δείξει έλεος, και της απάντησε «είμαστε οι σύζυγοι του Δώρου…».
Αδύνατο να ξεγελαστεί η Άρτεμις όμως και πάνω στη στιγμή μπουκάρει μέσα η Μήδα κρατώντας στα χέρια το κεφάλι της Πάστας. Οι γυναίκες ουρλιάξανε έντρομες όταν αντίκρισαν το άψυχο κακάσχημο κεφάλι της Πάστας. Η Φλώρα, η δεύτερη από τις γηραιές συζύγους, ξεφώνισε «Ω, μα το Δία, Πάστα καλή μου φίλη!». Η Ζωζεφίνα είπε κάτι στη δική της γλώσσα (ήταν από την Ανατολή), που σε ελεύθερη μετάφραση μπορούμε να το αποδώσουμε σε «όχι ρε μαλάκα!». Τότε η Μήδα και η Άρτεμις αναρωτήθηκαν ποια να ήταν η γριούλα που έπλεκε κατά μεσής του καναπέ και που δεν έδειχνε να ταράζεται τόσο στην ιδέα της ακέφαλης Πάστας.
Την ίδια στιγμή η Κυνάνη κλεβόταν με έναν στρατιώτη, το νεότερο της λεγεώνας του. Είχε χρόνια να γνωρίσει αγόρι στην ηλικία της και μάλιστα τόσο όμορφο. «Θα βρω τα κορίτσια μετά! Τώρα θέλω να με πας στον Παρθενώνα!». Ο Λυσίας, έτσι τον έλεγαν, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα κι ήθελε να της δείξει, όχι μόνο τον Παρθενώνα, που ήταν mainstream σύμβολο του νεοπλουτισμού του Περικλή, αλλά όλο τον κόσμο. Δεν τους ξαναείδαν οι Αμαζόνες για αρκετούς μήνες, ώσπου βρέθηκαν ξανά στη μακρινή Μογγολία (θα σας τα πω άλλη φορά αυτά).
Επιστρέφοντας λοιπόν στην πολυτελή τέντα του Δώρου, η Μήδα απευθυνόμενη στη γριά τη ρώτησε αγριεμένη, «Ποια είστε εσείς μαντάμ;». Η Ζωζεφίνα άλλαξε όψη, έπιασε τρομαγμένη τον ώμο της μεταμφιεσμένης γριάς, ενώ η Φλώρα την αγριοκοίταζε έτοιμη να την προδώσει. Η γριά απάντησε με φωνή τρεμάμενη «Ο Δώρος... είναι ο γιός μου. Το ξέρω, γέννησα ένα τέρας!» κι έβαλε τα κλάματα. «Να τη σκοτώσουμε κι αυτήν!», είπε εύθυμα η Άρτεμις που είχε πάρει φόρα. Η Μήδα όμως που είχε αδυναμία στις γριές, δεν της πήγαινε η καρδιά. «Εγώ λέω να την πάρουμε μαζί μας!». Ο Δώρος που ήταν μεταμφιεσμένος σε γυναίκα και τώρα παρίστανε την ίδια του τη μάνα γούρλωσε τα μάτια. Ακόμη κι αν μια ολόκληρη ζωή, ή τέλος πάντων όση του είχε απομείνει, παρίστανε τη γριά, θα τον πρόδιδε η έκδηλη γκαντεμιά του. Μέσα του παρακαλούσε να μην συμφωνήσει η Άρτεμις με την ιδέα της Μήδας. Ε, ναι, τι να την κάνουν τη γριά, ποιος θέλει να ταξιδεύει πάνω σε άλογα με μια γριά; Πως θα ενταχθεί μια γριά με κόκκινο κραγιόν στη σκληρή κοινότητα των τελευταίων Αμαζόνων; Αυτές δεν ξέρουν από κραγιόν, μόνο από μαστίγια. «Καλή ιδέα!», είπε τότε η Άρτεμις. «Μια γιαγιά είναι πάντα χρήσιμη! Φτιάχνει νόστιμες πίτες, λέει παραμύθια, ίσως ξέρει να διαβάζει τον καφέ! Θέλω μια γιαγιά! Να την πάρουμε!».
Λίγη ώρα μετά ο Δώρος-γριά αποχαιρετούσε για πάντα τις συζύγους του, το κεφάλι της Πάστας, τη Φλώρα και τη Ζωζεφίνα κι ακολουθούσε ντυμένος με γυναικεία ρούχα τις τρεις άγνωστες κοπέλες με προορισμό το άγνωστο… Ο Δώρος έγινε η «γιαγιά» των Αμαζόνων, για όλες τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής του έλεγε τραγούδια, παραμύθια, μαγείρευε, έπλεξε πλεξούδες κι έκρυβε το πουλί του…
«Το ξέρετε ότι η γιαγιά είναι ο Δώρος, έτσι;», είπε η Κυνάνη μόλις αντίκρισε τη δήθεν γιαγιά, μήνες μετά την Κόκκινη Μάχη. Οι Αμαζόνες θα συναντιόντουσαν στο Μαύρο Πιθάρι, μια μπιραρία κάτω από το παλιό Σινικό Τείχος (της Δυναστείας Μίνγκ), από όπου και θα ξεκινούσαν για να διασχίσουν την Μογγολία για τη νέα τους αποστολή… Η Άρτεμις τίναξε ζωηρά το τσουλούφι της και η Μήδα τακτοποίησε τα στήθη της. «Σσσσςςς...Το ξέρουμε», είπαν σχεδόν ψιθυριστά στρέφοντας το βλέμμα από την άλλη... "Αυτός δεν το ξέρει!", συμπλήρωσε χαιρέκακα η Μήδα...
Τέλος (για την ώρα)
ΤΕΛΟΣ (ραντεβού στην αρχαία Μογγολία)