top of page
  • Alexia Zed

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του «Μναί»


Λέξη Μναι (το) {(mné)}: άκλιτο ουσιαστικό

Ετυμολογία: μμμ & ναι

Ορισμός: απάντηση ή σχόλιο σε τολμηρή δήλωση ή ρητορική ερώτηση, που μοιάζει να σκοντάφτει και να αγκομαχά σαν να θέλει να κρύψει λόγια. Χρησιμοποιείται σε αμήχανες καταστάσεις, συχνά με μια νότα καμουφλαρισμένου ερωτισμού και εκφωνείται από τον ομιλητή χωρίς να δίδεται έμφαση στο «μ», δίνοντας την εικόνα κάποιου που δαγκώνει αισθησιακά ή νευρικά τα χείλη του. Ακολουθείται από σύντομη παύση ή γελάκια αμηχανίας. Στο γραπτό λόγο εμφανίζεται μοναχικό ως «μναι» . Εν συντομία, θα λέγαμε πως ένα μναί ισούται με χίλιες λέξεις.

Προσοχή! Το Μναι των νέων ελληνικών δεν έχει ουδεμία σχέση με τις μναι (νομισματική μονάδα) των αρχαίων ελληνικών.

Πιθανές απαντήσεις στο μναι: Μνόχι, Μναί, Μνίσως ή/και Άχ

Όταν η απάντηση στο Μναι, είναι κι πάλι Μναι, το «μ» γίνεται πιο ηχηρό για να δοθεί έμφαση στο υπονοούμενο.

Συγγενικές λέξεις: Μνήμη, μνημόνιο

Μεταφράσεις: Μαμιχλαπιναταπάι (κλικ για ορισμό και επεξήγηση). Χώρα προέλευσης: Γη του Πυρός

Παραδείγματα:

  • Είχα πιεί δεν θυμάμαι

  • (ήμουν κι εγώ εκεί, μην λες ψέματα) Μναι…

  • Όλα καλά ε;

  • (όχι γιατί μου δημιουργείς πρόβλημα εσύ, αλλά δεν μπορώ να στο πω, οπότε) Μναι


17 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page