Η Συμμορία του Μαρκαδόρου: Le Retour vol1
Ήταν Νοέμβριος του 2018, είχαν περάσει κιόλας επτά χρόνια από την πρώτη συνάντηση της Συμμορίας του Μπλε Μαρκαδόρου στο κουτούκι La Tireuse. Εκείνη η πρώτη συνάντηση με τη Μαρί Ντε Λουά να δίνει οδηγίες στη Συμμορία, με αμοιβή την εκτέλεση της χοντρής Διευθύντριας των Εστουντινών. Όλα είχαν πια αλλάξει, η πόλη είχε απαλλαχτεί από τις Συμμορίες από όταν ο Δήμαρχος ανέλαβε μεγάλα έργα συντήρησης και ανακαίνισης της πόλης και πάταξε το έγκλημα, προκειμένου η μικρή Τουλούζη να ενταχθεί στην Πολιτιστική Κληρονομιά της UNESCO. Η Αρχιμαφιόζα όμως είχε επιστρέψει στην πατρίδα της Συμμορίας για ένα τελευταίο έγκλημα…
Λίγες ημέρες πριν…
Η Αρχιμαφιόζα βαρεμένη από τη βαρετή δουλειά της επέστρεψε στο σπίτι της για να εκτελέσει την καθιερωμένη ρουτίνα. Να μαγειρέψει, να ταίσει τα σκυλιά, να απλώσει τις σωβρακοφανέλες του Πτί Κέρ αρραβωνιαστικού της. Μια απλή γυναίκα, μια μικροαστή, μια συνηθισμένη νοικοκυρά! Ο Πτί Κέρ, πρώην πράκτορας κι εκείνος με έντονη δράση στην Ευρώπη, είχε χτυπηθεί από ανίατη αμνησία. Καταλάβαινε τα πάντα στα Γαλλικά, μα δεν μπορούσε να τα μιλήσει και δεν ήξερε πως γίνεται να καταλαβαίνει μια γλώσσα που δεν γνωρίζει. Πίστευε ότι η μεταφυσική του ιδιότητα οφειλόταν σε κάποια προηγούμενη ζωή. «Έχεις γράμμα», της είπε και της έδωσε ένα φάκελο, ολόλευκο και εντελώς ατσάκιστο, λες και τον είχαν σιδερώσει. Όποιος τον σάλιωσε για να τον κλείσει είχε κάνει εξαιρετική ευθυγράμμιση, αν και στην άκρη του είχε αφήσει λίγο κόκκινο κραγιόν.
Η Αρχιμαφιόζα δάκρυσε από συγκίνηση στη σκέψη και μόνο, ότι αποστολέας μπορεί να είναι ο… Όχι, όχι, δεν έπρεπε να φαντάζεται πράγματα, έπρεπε να το διαπιστώσει ανοίγοντας το φάκελο.
«Αγαπητή Σιχαμένη μου,
σου στέλνω αυτό το γράμμα καθότι δεν έχω πρόσβαση σε υπολογιστή κι έτσι δανείστηκα ένα κάρβουνο από τους γηγενείς για να σου γράψω τα καθέκαστα. Βρίσκομαι σε κάποιο νησί στη Γαλλική Πολυνησία, δεν έχει πολιτισμό εδώ, κρύβομαι καλά γιατί με κυνηγούν πολλοί να με σκοτώσουν. Μην ανησυχείς όμως, περνάω καλά. Εκτρέφω γάτες και συζώ με τον Δρυίδη του χωριού – όλη μέρα είναι πάνω από μια κατσαρόλα, δεν με ενοχλεί καθόλου, μπορεί και να τον παντρευτώ, αν κι εδώ στο νησί δεν επιτρέπονται ακόμη οι γκέι γάμοι. Τέλος πάντων, ο Δήμαρχος της Ville Rose βάλθηκε να ανακαινίσει όλη την πόλη. Η κληρονομιά που αφήσαμε κινδυνεύει. Βάφει τοίχους, σπάει τα παλιά τούβλα και τα αντικαθιστά με καινούργια, αλλάζει όλες τις πέτρες του Γκαρόν. Καταλαβαίνεις τι σημαίνουν όλα αυτά… Ό,τι γράψαμε με το μπλε Μαρκαδόρο θα σβηστεί, τα μυστικά που άκουσαν οι τοίχοι θα διαχυθούν σε όλη την πόλη και ό,τι κρύψαμε κάτω από τις πέτρες θα αποκαλυφθεί. Πρέπει οπωσδήποτε να πας εκεί να σώσεις ό,τι σώζεται! Μην απαντήσεις σε αυτό το γράμμα. Δεν έχω διεύθυνση, δεν έχω αριθμό…
Με πολλή στριμμένη αγάπη, Πράκτωρ Γκάμπυ».
Ήταν αυτός. Ο Κοντός!Η Αρχιμαφιόζα έκλαιγε πάνω από το γράμμα, τα νέα ήταν φρικτά και η συγκίνηση μεγάλη. «Αχ το μαλάκα τον κοντό!», έλεγε τρυφερά και σκούπιζε τα δάκρυά της. Όταν πια συνήλθε, αποφάσισε να στείλει ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα στην Τσίχλα, δεν θα μπορούσε να τα φέρει εις πέρας μόνη της, χρειαζόταν τη βοήθειά της. Το μήνυμα έφτασε επιτυχώς στην Τσίχλα το ίδιο βράδυ και μέχρι το επόμενο πρωί, της είχε κιόλας απαντήσει.
«Καλά ε, θα γίνει σούπερ η Τουλούζη με τόση ανακαίνιση, έτσι; Αλλά έλεος! Τι απαίσιο πράγμα οι αλλαγές! Αχ, δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι για καλό ή όχι… Καλό ταξίδι πάντως! Θα ερχόμουν, αλλά έχει ένα τρομερό πανηγύρι στο χωριό του Τάσου και δεν θέλω να το χάσω!». Σίγουρα επρόκειτο για κάποιο παρασύνθημα η ιστορία με το πανηγύρι, αλλά η Αρχιμαφιόζα βρέθηκε σε απελπισία. Δεν είχε άλλες επαφές από την παλιά καλή μαφία. Ακόμη και ο Παντελίτο είχε πια εγκαταλείψει την παλιά ζωή, τώρα πια ήταν επιφανής βουλευτής στο Παρίσι.
Τότε της ήρθε η πιο διαβολική ιδέα στον κόσμο όλο! «Πτι Κέρ! Θέλεις να πάμε ένα ταξίδι; Άσε, μην απαντήσεις, θέλεις, το ξέρω! Θα θυμηθείς και τα γαλλικά σου θα σου κάνει καλό. Αύριο φεύγουμε!»…
Comments