#MySummerStories: Τάσος & Σόφη
- Alexia Zervoudi
- 13 Ιουλ
- διαβάστηκε 4 λεπτά

Ο κύριος Τάσος και η κυρία Σόφη, αποφάσισαν να πάνε για μπάνιο να δροσιστούν. Η άλλοτε αγαπημένη τους πλαζ έχει μετατραπεί σε πολυσύχναστο beach bar της Αθηναίικής Ριβιέρας. Καθώς νιώθουν ανεπιθύμητοι και σαν ψάρια έξω από το νερό, δεν πλησιάζουν πια εκεί κι έτσι, τα τελευταία χρόνια προτιμούν να κολυμπούν στην ελεύθερη παραλία κοντά στο σπίτι τους.
Πριν ξεκινήσουν το πρωί για την παραλία, κάνουν διατάσεις και τραβούν ο ένας τα πόδια και τα χέρια του άλλου, για stretching. Ανεβοκατεβαίνουν τη σκάλα της αυλής για προθέρμανση, ώστε να διασχίσουν την παραλιακή τρέχοντας, με τα καρεκλάκια στην πλάτη. «Γέρασες Τάσο μου, κάποτε έτρεχες σαν άλογο», του κάνει η κυρά του, όσο εκείνος τυλίγει το σάντουιτς σε χαρτοπετσέτες και με το άλλο μάτι, ελέγχει να βράσουν καλά τα λαχανικά για το απομεσήμερο. «Γέμισ’όσ'απάνω το παγούρι το καλό, το Inox να έχουμε δροσερό νερό, θα το κουβαλήσω γω, μη σε νοιάζει», απαντάει εκείνος, αγνοώντας το «προσβλημέντο» της επί 50 χρόνια συζύγου του. «Πάμε μην αργήσουμε και δεν βρούμε ίσκιο», του λέει βιαστικά η κυρία Σόφη, που σηκώνει και σφίγγει τις τιράντες της για να φορτώσει την τσάντα θαλάσσης. "Άσε, θα την πάρω εγώ την τσάντα", αποκρίνεται εκείνος χαμογελαστός.
Στην παραλιακή, η άσφαλτος καίει, νιώθουν κάτω από τα παπούτσια τους σαν να περπατούν σε αναμμένα κάρβουνα. Τα αυτοκίνητα τρέχουν ιλιγγιωδώς, προσπερνώντας με πλήρη αδιαφορία τις επιγραφές για το όριο ταχύτητας. Τι τους νοιάζει! Άλλωστε, αν οδηγείς με σαγιονάρα, θα σε γράψουν. Αν πιείς μια μπίρα, θα σε γράψουν. Αν τρέχεις με 100, ενώ το όριο είναι 60, σπανίως είναι κάποιος εκεί για να σε γράψει, αλλά κι αν τολμήσεις να πας με 60, θα φας κατάρες, βρίσιμο και πιθανώς να πέσουν πάνω σου οι ραλίστες της παραλιακής. «Πως πάνε έτσι μωρέ Τάσο; Καλά που δεν έμαθα να οδηγώ!», σχολιάζει η κυρία Σόφη και βγάζει τη βεντάλια της να κάνει λίγο αέρα μέχρι να ανάψει πράσινο. «Πάμε άλλη μέρα με το Λεωφορείο ως τη Βουλιαγμένη;», προτείνει ο κύριος Τάσος, που είναι πλέον εκπαιδευμένος να κλείνει τα αυτιά του στη μουρμούρα. «Μπα! Να πάμε με το Λεωφορείο, σάμπως εκεί δεν κουτουλάνε; Δεν διάβασες που έπεσε το ένα λεωφορείο πάνω στ’ άλλο;», κάνει εκείνη. «Και τι προτείνεις βρε γυναίκα; Να μη βγαίνουμε από το σπίτι;», γελάει εκείνος. «Να μη βγαίνουμε είναι. Καύσωνας, δεν άκουσες;», απαντάει εκείνη κακοδιάθετη. «Πόσους καύσωνες έχουμε περάσει Σοφούλα μου; Καύσωνες υπήρχαν και θα υπάρχουν. Εμείς πρέπει να ζήσουμε, δεν ξέρουμε για πόσο θα είμαστε εδώ!» και πιάνει ανά χείρας τα καρεκλάκια για να διασχίσουν ταχύτατα το δρόμο.
Τώρα, στέκονται στη νησίδα και περιμένουν ξανά για να ανάψει το πράσινο της καθόδου. «Ξέρεις τι λέω; Να πούμε στη Νάνσυ (την κόρη τους) να μας βρει ένα διαμερισματάκι προς την Ανάβυσσο, να πάμε λίγες μέρες να παραθερίσουμε! Τι λες;». Η κυρία Σόφη, γουρλώνει τα μάτια και τον κοιτάζει γεμάτη έκπληξη. «Στην Ανάβυσσο; Εκεί που όλο παίρνει φωτιά ο τόπος; Άσε με, δα. Πουθενά! Σπίτι μας. Εσύ… Όλο έξω θέλεις να είσαι. Να κάτσουμε μέσα, με το air condition, καλά είναι. Δεν χόρτασες μπάνια στη ζωή σου; Δεν χόρτασες βόλτες; Διακοπές; Δεν θέλω εγώ τίποτα, την ησυχία μου μόνο…», άρχισε να μουρμουρίζει και να κάνει μικρά πηδηματάκια για να προφτάσει τον κύριο Τάσο που πήγαινε μπροστά χαμογελαστός. Απτόητος. «Τάσο, με άκουσες; Μήπως έχεις κουφαθεί; Τι χαμογελάς; Σε κατσαδιάζω τόση ώρα, δεν ακούς;», λέει εκείνη απορημένη.
Σε λίγο φτάνουν στα σκαλοπάτια. «Και πονούν τα γόνατά μου!», συνεχίζει εκείνη να γκρινιάζει. «Το κολύμπι κάνει καλό στα γόνατά σου Σόφη μου! Έλα, βρήκα και σκιούλα! Όλα τα έχουμε! Τίποτα μη σε νοιάζει. Έλα να σου βάλω αντηλιακό!», κι απλώνει τις τσάντες, τις ψάθες, ανοίγει τα καρεκλάκια, βάζει το νερό στη σκιά. Βγάζει το καπέλο του, να σκουπίσει πρόχειρα το μέτωπό του. Χαιρετάει όσους είχαν φτάσει νωρίτερα από εκείνον, πάντα με χαμόγελο, με μια ευγενική κουβέντα, με μάτια που γελούν – ποτέ του δεν φόρεσε γυαλιά ηλίου, τον ενοχλούν περισσότερο από όσο τον βοηθούν. «Μόνος σου είσαι; Έλα να κάτσεις μαζί μας!», του κάνουν οι άλλοι. Με ένα σιωπηλό "ευχαριστώ" στα μάτια, ακουμπά διπλωμένη στα τέσσερα την ψάθα του και κάθεται μαζί τους. Παρακολουθεί τη συζήτηση περί καιρού, χωρίς να συμμετέχει και μέσα στο μυαλό του, συνεχίζει τον φανταστικό του διάλογο με την εκλιπούσα. Καθώς βολεύει την τσάντα κάτω από τον ίσκιο σκέπτεται, «αχ βρε Σοφούλα! Μόνο βραστά λαχανικά και σάντουιτς με έμαθες να φτιάχνω!».
Σε λίγο σηκώνεται προσεκτικά, τεντώνεται και προχωρά προς στη θάλασσα για ένα μακροβούτι. Αφήνει τις σαγιονάρες του λίγο πριν το κύμα, με αργές κινήσεις, δεν βιάζεται. Μπαίνει στη θάλασσα με μια άτσαλη, σχεδόν παιδική βουτιά. Πόση χαρά του έδινε η αίσθηση να κολυμπά κάτω από το νερό. Εκεί πράγματι οι θόρυβοι σταματούσαν, υπήρχε γαλήνη, έστω για λίγα δευτερόλεπτα, όσο αντέχει κανείς. Ύστερα, νιώθεις την ανάγκη να βγεις έξω, να πάρεις οξυγόνο, ένα ένστικτο επιβίωσης που σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Να την αντιμετωπίσεις, να τη ζήσεις, να περάσεις καλά με ό,τι έχεις, να χαμογελάς. Κι ας καίγονται τα πόδια σου κι ας έχει καύσωνα, κι ας τρέχουν οι οδηγοί, κι ας πονούν τα γόνατά σου, κι ας σου λείπει κάποιος αγαπημένος κι ας γέρασε το σώμα σου.
Κάνε το μακροβούτι σου και βγες ξανά στη ζωή σου!




Σχόλια