top of page
  • Alexia Zed

Οι Κουμπαροσυγκούμπαροι: Γάμος στη Χαβάη 4 (the end)


Οι κουμπαροσυγκούμπαροι συνόδευαν το γαμήλιο αμάξι τραγουδώντας με όλη τους τη δύναμη και ζητοκραυγάζοντας.

Στο μεταξύ η Χαβανέζα είχε γίνει έξαλλη με όλους και με όλα… «Τι τενεκεδάκια μας κρέμασαν Βαν-γκέλι;», είχε ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο να λέει το όνομα του συζύγου της όταν τον μάλωνε. «Μας πέρασαν για τίποτα γυφταριά; Ρεζίλι έχουμε γίνει!!!», κι έκανε αέρα με την βεντάλια της και φύσαγε προς τα πάνω το μπουκλωτό τσουλούφι από τα μαλλιά της. «Που είναι το βρακί σου Βανγκέλι; Που ήσασταν όλη νύχτα;», συνέχιζε και ο Βάγγος έσφιγγε τα δόντια για να μη γελάσει από τη χαρά του και την κάνει ακόμη πιο έξαλλη. «Γιατί κορνάρουν Βανγκέλι; Γιατί κάνουν έτσι οι φίλοι σου; Δεν μπορούν να είναι πιο πολιτισμένοι;», κι ο Βάγγος να κορνάρει κι αυτός και να παίρνει τις στροφές με φόρα και δώσ’του η Huna να αγριεύει.

Τελικά έφτασαν στο Δημαρχείο, στήθηκαν ο καθείς στη θέση του, από τη μια οι Έλληνες, από την άλλη οι Χαβανέζοι ιθαγενείς συγγενείς της νύφης, κι ο Αντιδήμαρχος ξεκίνησε με σβελτάδα να μιλάει, ώσπου ήρθε η ώρα των όρκων. Πατροπαράδοτα, τους όρκους ξεκινά πάντοτε ο γαμπρός, που καθώς καθάριζε το λαιμό του και τέντωνε το σβέρκο του για να φανεί πιο ψηλός, παρατήρησε ότι τα χέρια της Huna κρέμονταν κάπως «άδεια» στο πάτωμα. Τότε ήταν που θυμήθηκε ότι ξέχασε την ανθοδέσμη. Στρεσαρίστηκε, άρχισε να ιδρώνει και η φωνή του να τρέμει… Η απαγγελία των όρκων είχε κάτι πολύ αλλόκοτο και η Huna νόμιζε ότι του έχει κάτσει κάτι στο λαιμό. Τον κάρφωνε με το βλέμμα της για να τον επαναφέρει στην τάξη. Είχε έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο κοιτάγματος όταν ήθελε να τον τιθασεύσει – το κοίταγμα που συνήθως συνόδευε με απαλό άγγιγμα στην παντόφλα, μόνο που τώρα δεν διέθετε αυτό το αξεσουάρ.

Ο Βάγγος, ξεπέρασε σχετικά γρήγορα τα μαύρα φίδια που τον έζωσαν και το γαμήλιο στρες του, ξαναξέχασε την ανθοδέσμη και απελευθέρωσε το ταλέντο του ως ρήτορας, απλώνοντας σαν άλλος Δημοσθένης που ρητόρευε στην Αρχαία Ελλάδα. Σήκωσε το χέρι του όρθιο προς τον ουρανό, με μια ελαφριά κάμψη και την παλάμη ωσάν να κρατά εύθραυστη μπάλα από πορσελάνη, τέντωσε το λαιμό και έδωσε στόμφο με τη φωνή του, με μια χροιά που θύμιζε Παβαρότι. «Ω, Huna, σε παίρνω για γυναίκα μου για να σε αγαπώ και να μη σε εμαλώνω και σαν τον βασιλικό στη Γη να σε εκαμαρώνω». Η Huna βρήκε χαριτωμένη την προσπάθεια και ξέχασε για λίγο τα νεύρα της.

Η Huna είπε κι αυτή δυο λόγια, πολύ πιο συγκρατημένη, «Ω, Βάγγο, σε παίρνω για άντρα μου, με ή χωρίς βρακί, για να με υπηρετείς και να με αγαπάς σε όλη τη ζωή μας». Ο Αντιδήμαρχος ξαφνιάστηκε από τα λόγια της κοπέλας και θέλησε να σιγουρευτεί ότι δεν επόκειτο για παρεξήγηση αυτός ο γάμος, «Μωρή, είσαι σίγουρη ότι τον θέλεις για άντρα σου;», η Χαβανέζα στραβοκοίταξε τους κουμπάρους, σκέφτηκε λίγο μέσα της, δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι και τότε ξάφνιασε τον εαυτό της φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη, «Ναι! Τον θέλω!».

Οι κουμπαροσυγκούμπαροι, αφού έβαλαν τις βέρες (σε λάθος δάχτυλα) ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και για άλλη μια φορά – αυτό το έκαναν συχνά- άρχισαν να δίνουν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλον.

Έφαγαν και ήπιαν και γλέντησαν, κι έζησαν αυτοί καλά και η Παστρικιά έμεινε ανύμφευτη…


25 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page