top of page
  • Alexia Zed

Η Συμμορία του Μαρκαδόρου: Le Retour vo4


Η Τιρέζ εκείνο το βράδυ ήταν κλειστή. Παρότι η Αρχιμαφιόζα έστησε καρτέρι για ώρες ατελείωτες απ’ έξω, κανείς δεν μπήκε και κανείς δεν βγήκε από το κουτούκι, δεν φάνηκε κανένα φως, ούτε πέρασε κανένας απ ‘ έξω, λες κι ήταν αόρατη, λες και μόνο εκείνη μπορούσε να τη δει. «Μα όχι, τη βλέπω κι εγώ. Είναι κλειστή! Πάμε όμως κάπου αλλού για μια μπίρα!», έλεγε ο Πτι Κερ που είχε στεγνώσει το λαρύγγι του. «Θα σε κάνω μπαρότσαρκα», είπε καμαρωτή η Αρχιμαφιόζα και πήρε σβάρνα όλες τις γειτονιές και όλα τα μπαρ που θυμόταν. Κάτι πολύ μυστήριο συνέβαινε σε αυτή την πόλη, που είχε μεταμορφωθεί τελείως. Ήταν όλα κλειστά. Οι «3 Τενόροι», που κάποτε είχαν απολαύσει ένα μνημόσυνο εκεί, δεν υπήρχε πια. Το Κονεξιόν ήταν κλειστό. Το Φρογκ και Ροσμπίφ ήταν έτοιμο να κλείσει. Με τα πολλά, η ώρα πέρασε και έκλεισαν τα πάντα, επομένως αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη γιάφκα της Συμμορίας.

Οι φοιτητές κοιτούσαν το ζευγάρι με περιέργεια, τι δουλειά είχαν αυτοί σε μια φοιτητική εστία; Αχ, καημένοι τζιτζιφιόγγοι, που να ξέρατε…

Την επόμενη ημέρα, η Αρχιμαφιόζα δεν επεδίωξε να πάει στην Τιρέζ γιατί είχε βρει μέσα στη γιάφκα κάτι τρομερό και φοβερό που έπρεπε πάση θυσία να το ξεφορτωθεί. «Πτι Κερ, μον αμουρ, πρέπει να πάμε στο Αλμπί. Αυτό εδώ το όπλο ανήκε στον μακαρίτη τον Εντουάρ. Θα πάμε να βρούμε τη γιαγιά του να της το παραδώσουμε…», ο Πτι Κερ αναψοκοκκίνισε από τη ζήλια του, «Ποιος είναι ο Εντουάρ; Ποιος είναι αυτός οοοοο ΚΟΝΑΡ!». Είχε θυμηθεί τα γαλλικά του, «ναι μον αμουρ! Ο Εντουάρ που ήταν Κονάρ! Και που τον αγόρασε το Lan King Chang στο παζάρι στις Ινδίες… Θυμήθηκες;». Ο Πτι Κερ πήρε το πιο βλοσυρό του βλέμμα και ετοιμαζόταν να πει κάτι πομπτώδες… «Πεινάω. Πάμε!». Η ώρα ήταν εννέα το πρωί όταν οι ήρωές μας έφτασαν στο χωριό Αλμπί.

Το Αλμπί ήταν γραφικό αλλά έρημο, πιο έρημο κι από την ερημιά. Φύλλο δεν κουνιόταν, φωνή δεν ακουγόταν, όλα ήταν κλειστά. Ο Πτι Κερ ακολουθούσε την Αρχιμαφιόζα κι η Αρχιμαφιόζα την όσφρηση της, αφού είχε μετατραπεί σε λαγωνικό. Στην τσέπη της κουβαλούσε αυτό το φρικτό όπλο του Εντουάρ, με το οποίο είχε πυροβολήσει τον Κοντό. Φυσικά, τότε ο Κοντός είχε σωθεί χάρη στο αλεξίσφαιρο φρουφρού του μπουφάν του, όμως πως βρέθηκε αυτό το όπλο στη γιάφκα τους; Μπορεί ο Εντουάρ να ήταν πράγματι Κονάρ, αλλά για κάθε μαφιόζο το όπλο είναι η επέκταση του εαυτού του και η καημένη η γιαγιά του θα ένιωθε παρηγοριά να της το επιστρέψουν.

Πράγματι, η Αρχιμαφιόζα και ο Πτι Κερ διέσχισαν τη γέφυρα και κάπου στα στενά βρήκαν τη «βιτρίνα» της οικογένειας του Λόρδου Εδουάρδου. Η βιτρίνα ήταν πολύ βρώμικη, αλλά διέκρινε κανείς όλα τα κομψοτεχνήματα της γιαγιάς… «Ωχ! Για δες!», είπε με ενθουσιασμό ο Πτι Κερ! «Είναι ή δεν είναι αυτό η μικρογραφία της Τιρέζ;». Είχε απόλυτο δίκιο για ακόμη μια φορά. Η γιαγιά ήταν μινιατουροποιός και αυτός ήταν ένας έξυπνος και πολύ πονηρός δίαυλος επικοινωνίας των Οικογενειών, καθότι με τις μινιατούρες είχαν χρόνο και να μελετήσουν οποιοδήποτε μέρος, αλλά και να καταστρώσουν τα διαβολικά σχέδιά τους.

Η γιαγιά, από επαγγελματική διαστροφή (σε αυτό ταίριαζε με τον Κοντό) ήθελε να είναι ακριβής στις «περιγραφές» της. Κι έτσι, όταν κάτι στηνόταν ή κρυβόταν σε ένα χώρο, φρόντιζε να αναπαραστήσει το ίδιο ακριβώς στις μινιατούρες της. Έτσι, η Αρχιμαφιόζα μπορούσε τώρα να μελετήσει πολύ καλά τον χώρο της Τιρέζ, που ως φαινόταν είχε αλλάξει κατά τα φαινόμενα, αλλά οι κρυψώνες παρέμεναν ίδιες. Μικροσκοπικά σουβέρ αχνοφαινόντουσαν πίσω από τον πάγκο, ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι κάτω από τις βότκες υπήρχε ένα μυστικό ντουλάπι, και πίσω από το δήθεν κάδρο ήταν η πόρτα με το μυστικό πέρασμα που η Αρχιμαφιόζα κόντευε να ξεχάσει.

«Καλημέρα, θα θέλατε κάτι;», είπε η γερόντισσα, αλλά η Αρχιμαφιόζα είχε διπλοπαρκάρει το αμάξι και ως νομοταγής οδηγός δεν ήθελε να ρισκάρει να τη γράψουν. Έτσι, έβγαλε το όπλο από την τσέπη και της το έδωσε στα χέρια, η γριά το κράτησε σαστισμένη, πριν προλάβει να δει ότι πρόκειται για όπλο, ο Πτι Κερ είπε «σίγουρα θα το έχετε σε μικρογραφία!», μάλλον ήθελε να κάνει ένα κομπλιμέντο αλλά η γιαγιά εξαγριώθηκε. Η Αρχιμαφιόζα άνοιξε το βήμα, τον έσυρε από το γιακά και όπου φύγει φύγει…

«Πεινάω», ξαναγκρίνιαξε ο Πτι Κερ και κάπου παρακάτω – αφού στάθμευσαν νομίμως- μπήκαν σε ένα εστιατόριο για το dejeuner τους. Προς έκπληξή τους, επρόκειτο για στέκι κυρίως που έτρωγαν τετ α τετ με τα σκυλιά τους, δεν υπήρχαν άνθρωποι που τρώγανε με άλλους ανθρώπους. Καθίσανε δίπλα σε έναν κύριο που απολάμβανε το γεύμα του με τη συντροφιά του Παγκ του…


9 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page