top of page

Ταξιδάκι: Δύο νύχτες στο δάσος, χωρίς κινητό

  • Εικόνα συγγραφέα: Alexia Zervoudi
    Alexia Zervoudi
  • 23 Απρ
  • διαβάστηκε 5 λεπτά

Απολαμβάνω τη φύση, αλλά είμαι άτομο που αγαπά περισσότερο τη θάλασσα, την ξεραίλα των Κυκλάδων, μπορώ να αντέξω στη ζέστη και το αλάτι δεν με ενοχλεί. Θέλω να πω, σίγουρα έχει ομορφιές το βουνό, αλλά δεν είμαι τόσο περιπετειώδης όσο η συμμαθήτριά μου, η Μικέλα, που κυριολεκτικά έχει πάρει τα βουνά κι έχει κατακτήσει όλες τις βουνοκορφές της Ελλάδας. Από τον Covid και μετά, που συνέπεσε με την πώληση του σπιτιού μας στην Πάρο και τη γέννηση της δεύτερης κόρης μας, το Πάσχα το περνούσαμε στην εξοχική Βούλα, μόνιμη κατοικία μας, που αν θέλει, μοιάζει με χωριό. Φέτος το Πάσχα, διαλέξαμε το βουνό όμως και ήταν μια απολαυστική εμπειρία που θέλω να μοιραστώ μαζί σας!


Αρχικά ο προορισμός δεν ήταν το βουνό, αλλά το σπιτάκι μέσα στο δάσος του βουνού. Το βρήκαμε σε μια αναζήτηση ξυλόσπιτων και δεντρόσπιτων στο airbnb, μιας που έχουμε ξαναμείνει σε κάτι αντίστοιχο (στο Οινοχώρι) και μας άρεσε πολύ η εμπειρία. Στο Οινοχώρι, υπήρχαν σπίτια, αλλά χωρίς κατοίκους, σαν ένα χωριό-φάντασμα. Αυτή τη φορά, δεν θα υπήρχαν σπίτια, οι οδηγίες έγραφαν σαφέστατα ότι για να είσαι σίγουρος ότι θα φτάσεις χρειάζεσαι 4x4 και σε προειδοποιούσε ότι η περιοχή δεν καλύπτεται με δίκτυο κινητής, άρα ούτε χάρτες, ούτε ίντερνετ γενικότερα. Έτσι λοιπόν, ξεκινήσαμε το Μεγάλο Σάββατο για την περιπέτειά μας, με τα δύο παιδάκια μας και τη σκυλίτσα μας, την Ίντι. Χωρίς 4x4, αλλά με μεγάλη αυτοπεποίθηση.



Ο οικοδεσπότης μας είχε δώσει σαφείς οδηγίες για το πώς θα φτάσουμε, αλλά όταν πλησιάσαμε το τελευταίο σημείο πριν χαθεί το σήμα, νιώσαμε λίγο άβολα. Κοντοσταθήκαμε να τηλεφωνήσουμε στις οικογένειές μας, να ευχηθούμε για το Πάσχα, να ρίξουμε μια τελευταία ματιά στα email μας και μην έχοντας ποτέ ξανά ζήσει κάτι τέτοιο, προχωρήσαμε στα τυφλά μέσα στο βουνό. Ο δρόμος ήταν βραχώδης, κάπου κάπου σαν με μικρό χαλίκι στρωμένος, σε άλλα σημεία πιο δύσβατος, με μεγαλύτερες πέτρες και αργότερα, συναντήσαμε χωματόδρομο, με μεγάλους λασπόλακους, παρότι είχε μέρες να βρέξει. «Περνάμε;», ρώτησα τον Πτι Κερ, «θα περάσουμε!», είπε με περίσσεια σιγουριά. Κατεβήκαμε από το αμάξι, μελετήσαμε λίγο το βάθος, την υφή, τις δυνατότητές μας και παίρνοντας φόρα, περάσαμε. Το ίδιο συνέβη παρακάτω, με έναν ακόμη μακρύτερο λασπόλακο, κι αφού χαθήκαμε για λίγο, βρήκαμε τελικά το μικρό μας «σαλέ».


Ένα ξύλινο σπιτάκι περιτρυγυρισμένο από ψηλά έλατα και καστανιές, θα γινόταν το καταφύγιό μας για τις επόμενες τρεις ημέρες και δύο νύχτες. Μέγα λάθος μας, ότι δεν σταματήσαμε κάπου για μεσημεριανό και τώρα δεν ήμασταν σίγουροι ότι είχαμε υπολογίσει σωστά τις προμήθειές μας. Η αίσθηση ότι είσαι κάπου τόσο μακριά από τον πολιτισμό και μάλιστα, χωρίς κινητά, μας έφερε μια ανεξέλεγκτη πείνα. Το σπιτάκι ήταν εφοδιασμένο με νερά, μακαρόνια, φασόλια κι εμείς είχαμε μαζί μας μπισκότα, πασχαλινά αυγά, τσουρέκια, φρούτα και λαχανικά, καθώς και σουβλάκια που θα ψήναμε την Κυριακή του Πάσχα και τα γάλατα των παιδιών. Ανοίγοντας όλα τα ντουλάπια, συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε ψυγειάκι! Το πανάρχαιο αλλά πανίσχυρο μικρό μου ψυγειάκι με τις παγοκύστεις με έβγαλε ασπροπρόσωπη, οπότε αυτό το προβληματάκι ξεπεράστηκε χωρίς να αγχωθώ. Το σπιτάκι διέθετε ρεύμα από δύο ηλιακά πάνελ, ίσα ίσα για να έχεις φως και να φορτίσεις κάποια συσκευή – που στην πραγματικότητα ήταν αχρείαστη, αφού δεν υπήρχε δίκτυο!




Μπίρες, πατατάκια και τυρί είναι το απόλυτο guilty pleasure μου, οπότε ξεκινήσαμε έτσι το φαγοπότι, με μια παύση για περίπατο μέσα στο δάσος. Εκεί ανακαλύψαμε μονοπάτια, ενώ ο οικοδεσπότης μας παρείχε καλάθια και μαχαίρια, με τα οποία κάναμε σαφάρι μανιταριών – όχι για να τα φάμε. Η αναζήτηση μανιταριών ήταν διασκεδαστική για εμάς και για τα παιδιά, ενώ το καλάθι εμπλουτίστηκε με διάφορες πέτρες και λουλούδια. Επιστρέφοντας στο σπίτι, τα παιδιά ζωγράφισαν με πινέλα τις πέτρες που μάζεψαν. Ζωγράφιζαν με τις ώρες έξω στο ύπαιθρο, όπου τους είχα στήσει και μια σκηνή για να το ζήσουν στο έπακρο. Δεν πήρα τίποτα από τα συνηθισμένα παιχνίδια, μόνο μεγεθυντικούς φακούς, μπογιές, βραδινό φακό, τσιμπίδες και άλλα εργαλεία, για να ασχοληθούν με όσα προσφέρει η φύση.


Συνειδητοποίησα ότι αυτό που μου λείπει περισσότερο, από άποψη τεχνολογίας, είναι η μουσική μου – έπρεπε να έχω πληρώσει το Premium πακέτο του Spotify, σκέφτηκα, αλλά ήταν αργά. Αποφάσισα να εξερευνήσω τη βιβλιοθήκη του μικροσκοπικού μας σπιτιού, όπου βρήκα συλλογή από εμβληματικά τεύχη του National Geographic μιας άλλης εποχής. Μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας εποχής, από άποψη marketing, καθώς έπιανε το λίγο πριν το ευρώ και την κατάργηση της δραχμής. Στα τεύχη του 1998 έως 2001, έβρισκες διαφημίσεις από ΙΧ, με αναγραφόμενες τις τιμές πώλησης (σε δραχμές φυσικά). Ήταν ακόμη η εποχή, όπου μπορούσες να πάρεις ένα αμάξι και να πληρώσεις την πρώτη δόση…. (κρατηθείτε)… δύο χρόνια μετά! Παρατηρούσες ότι μετά το 2001, καμία διαφήμιση δεν αναγράφει τις τιμές! Άλλες διαφημίσεις που μου έκαναν εντύπωση ήταν αυτές των φωτογραφικών φίλμ και φυσικά, τα κινητά τηλέφωνα, που διαφημίζονταν ως κάτι επαναστατικό και που σήμερα θα τα λέγαμε «μπακατέλα» στην καλύτερη των περιπτώσεων.  


Η ώρα πέρασε ευχάριστα, καθώς ανέλυα τις διαφημίσεις στον Πτι Κερ, εξηγώντας γιατί αυτή η γραφιστική προσέγγιση είναι παλαιική και σήμερα δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε σε αφίσα πανηγυριού στην Κάτω Ραχούλα. Μου έκανε εντύπωση, πως για πρώτη φορά, ο Πτι Κερ έμπαινε στον κόσμο μου και έβρισκε ενδιαφέρουσα την ανάλυσή μου για κάτι που δεν τον αφορά. Άρα τελικά, η απομόνωση είχε εν μέρει πετύχει το σκοπό της, γιατί σε καμία άλλη συνθήκη δεν θα μοιραζόμουν αυτές τις σκέψεις και δεν θα συζητούσαμε για την ιστορία του marketing, που είναι ένα πάθος μου, όπως για εκείνον οι βίδες και τα τρυπάνια. Όταν έπεσε η νύχτα, ξεκίνησε να κάνει περισσότερο κρύο, απολαύσαμε τον ύπνο μας από τις 22:30 χωρίς σκρολλάρισμα και οι πρωτιές συνεχίζονταν...


Την επόμενη ημέρα διαλέξαμε ένα πιο δύσβατο μονοπάτι, που αν θα περίμενες τα μικρά να γκρινιάξουν, αντιθέτως, το βρήκαν πολύ πιο ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή βέβαια, η μικρή μας κόρη είπε ότι θέλει να γυρίσει στο κανονικό μας σπίτι, να πάει κούνιες και να δει τηλεόραση. Αν και χαριτωμένο, με προβλημάτισε που τα παιδιά της πόλης – βάζω κι εμένα μέσα – νιώθουν αυτή την ανάγκη και δεν λυσσάνε στη φύση όπως κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε. Αργότερα στήσαμε το μπάρμπεκιού μας, ψήσαμε, τσουγγρίσαμε τα αυγά μας και πραγματικά, αν είχαμε λίγη μουσικούλα, το πασχαλινό μας τραπέζι δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από άλλες φορές. Ήμασταν οι πέντε μας και δεν χρειαζόμασταν τίποτα και κανέναν άλλο!


Δεύτερο βράδυ και η νύχτα πέφτει στο βουνό. Έχοντας χαλαρώσει αρκετά, έχω ξεχάσει το κινητό και δεν χρειάζομαι ούτε τα περιοδικά. Ξάπλωσα στην αιώρα με ένα ποτήρι κρασί, χουχουλιασμένη να προστατευτώ από το κρύο και αφέθηκα στις σκέψεις μου και στο κενό του μυαλού μου, κοιτάζοντας τον πιο έναστρο ουρανό που έχω δει ποτέ, μέσα στην απόλυτη ησυχία.


Not your regular kind of Easter, αλλά μια εμπειρία αξέχαστη για όλους μας! 

Εάν έχεις ψηθεί, το βρίσκεις και εκτός airbnb στο Instagram @tsekouras_chalet

Comments


©2018 by A Zed Story. Proudly created with Wix.com

bottom of page