Η σπουδαιότερη κατάκτηση στη ζωή μου μέχρι τώρα, είναι οι φίλοι μου κι αυτό, το λέω με τόση υπερηφάνεια, ωσάν να κατέκτησα την κορυφή του Έβερεστ. Γιατί ο δρόμος ήταν μακρύς, δύσκολος και γλίστρησα πολλές φορές προς τα πίσω μέχρι να τα καταφέρω.
Σαν παιδί, δυσκολεύτηκα πολύ να κάνω φίλους. Οι δύο παιδικές μου φίλες, που είναι πλέον μια θολή ανάμνηση, χάθηκαν από τη ζωή μου πολύ ξαφνικά, όταν χώρισαν οι γονείς μου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί, αλλά εκείνα τα χρόνια, που οι απώλειες διαδέχονταν η μία την άλλη, ήταν αρκετά σκληρό. Υποθέτω.
Δέθηκα με πολλούς φίλους που δεν ήθελαν να δεθούν μαζί μου. Εφήμερες φιλίες με ξεγέλασαν, όπως τους περισσότερους ανθρώπους, καθώς τις πίστευα παντοτινές. Προδόθηκα αρκετές φορές κι έμεινα πολύ μόνη μου, για μεγάλα διαστήματα – βάλε και στη ζυγαριά ότι μεγάλωσα χωρίς αδέλφια κι αυτό έκανε τη μοναξιά ακόμη πιο εκκωφαντική. Όμως ήξερα, πως όταν βρεθούν οι αληθινοί και παντοτινοί φίλοι στο δρόμο μου, θα φτάσω στην κορυφή, και είχα δίκιο.
Όταν είσαι παιδί, ενδιαφέρεσαι μόνο για το παιχνίδι και για την επιφανή συμπάθεια. Θέλεις να ντύνεσαι με τα ίδια ρούχα, να έχεις κάποιους να λες τα κάλαντα μαζί, αργότερα να συζητάς στο τηλέφωνο με τις ώρες – εμείς έτσι κάναμε στην εφηβεία, δεν ξέρω για τη νέα γενιά. Είναι αναμενόμενο να συζητάς για ώρες με μια φίλη σου για το αγόρι που σε κοίταξε, να γράφεις «χαρτάκια» την ώρα του μαθήματος, να κλαίτε παρέα μετά από κάποια καυτή χυλόπιτα. Όμως τα πιο βαθιά σου συναισθήματα, όταν είσαι παιδί, δεν μπορείς να τα εκφράσεις. Όχι πριν να βρεις τους αληθινούς φίλους. Και κάπως έτσι, εγώ τους βρήκα όταν πια έφτασα στο Λύκειο.
Στο Λύκειο λοιπόν έκανα τις πρώτες δυνατές φιλίες, τις δυνατότερες έως τώρα που είμαι τριάντα ετών. Η Τρίσια και η Ειρήνη, δύο τελείως διαφορετικά κορίτσια από εμένα, που ούτε μεταξύ τους ήταν φίλες ακόμη τότε, ήταν τα πρώτα άτομα στα οποία εμπιστεύτηκα κάτι παραπάνω από έναν εφηβικό έρωτα. Τους εμπιστεύτηκα όλη μου τη ζωή, τις άφησα να μάθουν το 100% του εαυτού μου. Μίλησα μαζί τους για όσα γίνονταν μέσα στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου. Αν οι φίλοι στη ζωή μετριούνται στο ένα χέρι, εγώ είχα ήδη δύο δάχτυλα μέχρι που τελείωσα το σχολείο…
Από τότε, ανεβαίνοντας το Έβερεστ μαζί τους, βρήκα ένα-δύο δάχτυλα ακόμη και σήμερα που νιώθω ότι έχω φτάσει στην κορυφή, μπορώ να πω ότι έχω δέκα δάχτυλα ικανά να διασταυρωθούν και να με μουτζώσουν όταν το αξίζω, και να με χαϊδέψουν όταν δεν το αξίζω. Αυτοί λοιπόν είναι οι φίλοι μου. Μια δεκαριά, αληθινοί, καλοί φίλοι που με ευκολία αποκαλώ οικογένεια.
Κανένα πτυχίο, καμία επαγγελματική καταξίωση και κανένας έρωτας δεν συγκρίνεται με αυτή την επιτυχία, γιατί όπως σας είπα, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ για να φτάσω εδώ, με αυτούς τους ανθρώπους. Δεν θα ονομάσω τους υπόλοιπους οκτώ, μπορεί να είναι και λίγοι περισσότεροι άλλωστε, εκείνοι ξέρουν ποιοι είναι.
Είναι δύσκολο καθώς μεγαλώνεις να διατηρείς αυτή τη σχέση, δεν θα πω ψέματα. Ο καθένας βυθίζεται στην καθημερινότητά του, στη δουλίτσα του, στη σχέση ή στο γάμο του. Όμως η φιλία για την οποία μιλάω και την οποία αισθάνομαι βαθιά, δεν κλονίζεται από τίποτα.
Στη χαρά και στη λύπη, στα ζόρια τα μεγάλα, στα μικρά και τα μεγάλα μυστικά, είμαστε μαζί. Για ποιον γάμο μου μιλάς…
Αφιερωμένο στα παλιόπαιδα που πίναμε χθες βράδυ και όχι μόνο.