Έπειτα από δύο ειδυλλιακές ώρες μέσα στο αμάξι, από το Ηράκλειο ως τα Χανιά, φτάσαμε στην Παλιά Χώρα σέρνοντας τη βαλίτσα που πάνω της είχε το σακβουαγιάζ, που πάνω του είχε το μπουφάν του πλοίου (-35 βαθμούς), που πάνω του είχε τη σακούλα-ψυγειάκι με τα τσιμπράγκαλα που κουβαλούσα από την Πάρο για πρωινό (αχρείαστα να είναι, λες και δεν θα έβρισκα πρωινό στην Κρήτη). Το δωμάτιό μας βρισκόταν σε ένα πανέμορφο στενάκι, μέσα στην πόλη, κοντά στο λιμάνι, πιο κέντρο δεν γινόταν. Θα σας έλεγα τώρα ότι «έτρεξα» προς νερού μου (μετά από τόσες ώρες), αλλά δεν χρειάστηκε να τρέξω γιατί το δωμάτιο ήταν λιλιπούτιο. Το μπάνιο είχε ανάλογες διαστάσεις και μια φανταστική λεπτομέρεια σχεδιασμού για εξοικονόμηση χώρου: η λεκάνη ήταν κολλημένη στον τοίχο και μπροστά της ήταν ο νηπτήρας και κολλητά από την άλλη πλευρά η ντουζιέρα, με αποτέλεσμα, για να μπορέσεις να κάτσεις, το δεξί πόδι έπρεπε να πατάει στη θέση που υπό κανονικές συνθήκες θα πατούσε το αριστερό πόδι… και το αριστερό πόδι, που θα έμπαινε; Μα φυσικά μέσα στη ντουζιέρα, πως αλλιώς.
Πέραν αυτού όμως, φάγαμε υπέροχα καλιτσούνια με χορταρικά, και σφακιανές πίτες και μανιτάρια φρικασέ και ούτε θυμάμαι τι άλλο καταβρόχθησα εκείνο το βράδυ. Ναι, στην Κρήτη πήγα για να φάω κυρίως. Και για τις παραλίες. Και γιατί έχω μια αγάπη για την Κρήτη.
Την επόμενη ημέρα, αφού καταβροχθίσαμε μια «μπουγάτσα με μιζήθρα και ζάχαρη» στον Ιορδάνη, κάναμε μια βόλτα μέσα στα Χανιά, ώσπου παρατήρησα όλα τα ανδρικά βλέμματα πάνω μου. «Καλέ, με κοιτάνε», είπα στον Πτι Κέρ, που στην αρχή δεν έδωσε σημασία. «Ρε Πτι Κερ, σου λέω, με κοιτάνε όλοι!». Ο Πρι Κερ θορυβήθηκε, «για να σε δω», είπε κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Νομίζουν ότι έχεις βγει με το βρακί σου ρε Αλεξία! Πάμε στο δωμάτιο να αλλάξεις!». Ντροπιασμένη διέσχισα όλα τα Χανιά με το ημιδιάφανο καφτάνι της παραλίας και το λευκό μαγιό που φωσφόριζε από μέσα σαν βρακί – να κάτι που στην Πάρο δεν θα φαινόταν περίεργο σε κανέναν! – έβαλα κάτι πιο σεμνό και πήγα στον Καλαθά για μπάνιο. Τι ζεστά νερά! Τι απόλαυση ήταν αυτή! (και μου έλεγαν ότι η Κρήτη έχει παγωμένα νερά… μάλλον δεν έχουν πάει ποτέ διακοπές στις Κυκλάδες).
Κάναμε διάφορα τουριστικά που βαριέμαι να εξιστορήσω τώρα και καταλήγω και πάλι στο highlight της ημέρας: Την Ταβέρνα του Λεβεντογιάννη, που τη βρίσκεις το αριστερό σου χέρι καθώς ανεβαίνεις για Θέρισο. Και δεν ήταν μόνο το φαγητό που με σκλάβωσε, αλλά και οι άνθρωποι, που έκατσαν μαζί μας, ήπιανε μαζί μας τσικουδιές, μας είπαν ιστορίες… Κι έλεγα ότι είναι κλισέ αυτό το «σε κερνάνε τσικουδιά όλη μέρα» και «κρητική φιλοξενία»…
Ήταν όμορφα τα Χανιά, αλλά το επόμενο πρωί θα φεύγαμε για Κίσσαμο, συγκεκριμένα για το Καστέλι, από όπου κρατάει η σκούφια μου, αλλά η σκούφια μου δεν το ξέρει. Ποτέ στην ερώτηση «Από πού είσαι;», δεν είχα απαντήσει «Από την Κρήτη», αλλά αυτό ήταν κάτι το οποίο επρόκειτο να αλλάξει μετά από αυτές τις διακοπές, καθότι το 85% των εν ζωή συγγενών μου επάνω στον πλανήτη, κατάγεται και ζει στην Κρήτη. Τελικά.
…
Εκεί στο Καστέλι όταν φτάσαμε, το δωμάτιό μας δεν ήταν ακόμη έτοιμο, επομένως, πριν ξεχυθούμε στις παραλίες – και όσο ακόμη ήμουν σεμνά ντυμένη – ζήτησα από τον Πτι Κέρ να πάμε στο «χωριό του παππού μου», μόλις 2χλμ από εκεί που μέναμε.
Είχα ακούσει τόσες ιστορίες για το πατρικό σπίτι του παππού, για τότε που η μητέρα του ξυπνούσε χαράματα για να φτιάξει ψωμί στον ξυλόφουρνο, για το τεράστιο τραπέζι που χωρούσε δέκα οικογένειες και τους τραπέζωνε όλους, για τη σκάλα που ανέβαινε στα επάνω δωμάτια… Το σπίτι αυτό είχε εγκαταλειφθεί πριν από 50 χρόνια. Εγώ δεν το είχα δει ποτέ φυσικά, όμως είχα την πεποίθηση ότι θα το έβλεπα αυτή τη φορά…
Comments