top of page
Αναζήτηση
Εικόνα συγγραφέαAlexia Zervoudi

Σπίτια που είπα τα κάλαντα (και τα θυμάμαι ακόμα!)

Περί καλαντηριών....

Τα δικά μου παιδιά είναι στιχουργοί, εντάξει, δεν είναι σε θέση να πούνε τα κάλαντα ακόμη, μπορεί δηλαδή στα κάλαντα να ορμήσει λίγο soundtrack από Πέππα, μαζί με το έλκηθρο να καβαλήσει η Έλσα έναν Ρούντολφ, υπάρχει μια σύγχυση για το ποιος είναι ο Ιωσήφ και κανείς μας δεν έχει καταλάβει τη θέση του Άγιου Βασίλη στης Βηθλεέμ την πόλη. Ωστόσο, πόσα χρόνια έχεις να ακούσεις κάλαντα; Πόσα χρόνια έχεις να ανοίξεις σε καλαντήρια και τι είναι αυτό που μας οδήγησε στην παραλίγο πλέον εξαφάνιση αυτού του εθίμου;



Αρχικά ξεκινάμε από τις προσδοκίες. Περιμένεις να έρθουν στην πόρτα σου μικρά παιδιά, χαριτωμένα, με σκουφάκια, με τριγωνάκια, με πρόσωπα αγγελικά, με τα καλά τους παπουτσάκια. Έπειτα, έχεις την απαίτηση, να δουλέψουν τα λεφτά τους. Δηλαδή, να ξέρουν όλους τους στίχους και να τους ξέρουν καλά. Επίσης, θα πρέπει να βαθμολογηθούν άριστα και στο performance. Να έχουν το σωστό ύφος, όχι σα να βαριούνται. Να λάμπουν τα μάτια τους, να βγαίνει το συναίσθημα από το νόημα των στίχων. Και τέλος, να είναι καλλίφωνα και όχι κακοφωνίξ. Αν έχουν και σωστό συγχρονισμό, είναι extra bonus.


Ένας βασικός λόγος που δεν ανοίγει σχεδόν κανείς πλέον στα καλαντήρια, είναι τα θυροτηλέφωνα με εικόνα. Στην περίπτωση όπου μια παρέα μελαμψών αγοριών, πιο ψηλών από εσένα, σου χτυπάει το κουδούνι, ακόμη κι αν φοράνε στέκες με κέρατα ταράνδου και λαμπιόνια στο λαιμό, δεν ανοίγεις, φοβάσαι. Disclaimer: Μπορεί να είναι καλλίφωνοι και εντελώς αθώοι, αλλά να είμαστε λίγο αντικειμενικοί, ο κόσμος στ' αλήθεια φοβάται και αυτό εδώ το post δεν θα παίξει κανένα ρόλο σε αυτό. Καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ανάγκη για χρήματα, αλλά δεν είναι αυτό το έθιμο. Ναι, οκ δεν υπάρχει κάποιο όριο ηλικίας, δεν το γράφει πουθενά, αλλά νομίζω καταλάβατε όλοι τι εννοώ.


Δεύτερος λόγος, ότι τα καλαντίρια δεν δέχονται... POS και πλέον, ούτε οι μανιακοί καπνιστές δεν έχουν πάνω τους ψιλά. Παρότι ξέρεις ότι στις 24/12 και στις 31/12 θα σε ξυπνήσει το κουδούνι κατά τις 7:30 το πρωί, δεν είσαι ποτέ προετοιμασμένος για τα κάλαντα. Κανείς δεν τρέχει στις 23/12 να χαλάσει επί τούτου για να έχει κέρματα, ώστε να τα δώσει στα καλαντήρια της επόμενης ημέρας, εκτός αν πράγματι, έχει λύσει όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της ζωής του. Οι παλιοί ήταν πιο οργανωμένοι και πιθανώς να το σκεφτόντουσαν, αλλά εμείς δεν έχουμε το χρόνο να σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα γιατί τις 2-3 ώρες που μας απομένουν για να σκεφτόμαστε, πρέπει να σκρολλάρουμε σαν ηλίθιοι στα κινητά μας - αυτό είναι από άλλη συζήτηση.


Τρίτον, κι αυτοί που τυχαίνει να χρησιμοποιούν νομίσματα, τα έχουν επειδή τα μετράνε ένα προς ένα και νιώθουν ότι δεν τους περισσεύουν καθόλου, εκτός από εκείνα τα "τσίγκινα", που ντρέπονται να τα δώσουν - είναι οι ίδιοι που αν τύχει να τους πέσει ένα πεντάλεπτο κάτω, δεν καταδέχονται να σκύψουν να το μαζέψουν, μην τους χαρακτηρίσουμε φτωχούς. Αλλά, φαντάσου τώρα, να πας να πεις τα κάλαντα και να σου δώσουν 5λεπτα, 2λεπτα και 1λεπτα. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια θα ζήσει ή θα τον φάνε οι κατάρες που θα του ρίξουν;


Τα μικρά ασυνόδευτα παιδιά που να τα βρεις; Ποιος αφήνει πλέον τα παιδιά του να κυκλοφορούν και να μπαίνουν οικειοθελώς στα σπίτια αγνώστων;


Αναμνήσεις από τα δικά μου κάλαντα...


Αρχικά να σας πω ότι για εμένα τα κάλαντα ήταν σοβαρότατη υπόθεση. Ήξερα όλα τα λόγια, ήξερα και τα κρητικά κάλαντα, μια χρονιά βγήκαμε και με φλογέρες και γενικά, θεωρώ ότι δεν απογοητεύαμε τους ακροατές μας με καμία ομάδα από αυτές που έβγαινα να τα πω. Ήμασταν σωστοί και τίμιοι και όχι να το παινευτώ, αλλά και μέλη χορωδίας!


  1. Το τρομακτικό σπίτι που μύριζε κλεισούρα:

    Σε πόσα σπίτια είχα μπει όταν ήμουν κι εγώ μικρό καλαντηράκι... Και θυμάμαι μόνο μία φορά να έχω σκιαχτεί. Ήταν μια παλιά πολυκατοικία με τρία διαμερίσματα. Πιστεύαμε οτι δεν θα ανοίξει κανείς γιατί φαινόταν κατάκλειστη. Όμως τελικά, ένας όροφος είχε κατοίκους, πρόθυμους να μας ακούσουν. Ανεβαίνουμε από τη σκάλα, που είχε να καθαριστεί έναν αιώνα και κάτι. Μας υποδέχεται μια γυναίκα με μάτι που γυαλίζει, μύριζε κάπως... απλυσιά. Το σπίτι πολύ σκοτεινό και από την πρώτη στιγμή κοιταζόμασταν μεταξύ μας συνωμοτικά για να φύγουμε άρον- άρον. Στεκόμασταν στο κατώφλι μουδιασμένοι. "Ελάτε πιο μέσα να σας ακούσει κι ο παππούς που δεν μπορεί να σηκωθεί", να λέει η κυρία. Κατάκλειστα παράθυρα, το σπίτι να μυρίζει κλεισούρα και μούχλα, αυτή να μας κοιτάζει από πάνω ως κάτω σα να είχε χρόνια να δει ανθρώπους ή έστω παιδιά. Πολύ άβολο, το καταλάβαινες ότι κάτι δεν πάει καλά εκεί μέσα. Μη φανταστείτε ότι ξεμακρύναμε πολύ, δεν ήμασταν παρά δύο δρόμους κάτω από το σπίτι μου. Αυτή, να επιμένει να μας δώσει να πιούμε νερό πριν καλά καλά ξεκινήσουμε και να φοβόμαστε μη μας έχει ρίξει μέσα κανένα ναρκωτικό. Να επιμένει, "πιο μέσα, πιο μέσα" και να προσπαθεί να κλείσει πίσω μας την πόρτα. Ξεκινάμε το τραγούδι έχοντας στο νου μας μην κλειδώσει. Είπαμε τα μισά και γρήγορα γρήγορα, και κάναμε να φύγουμε, αλλά αυτή να ετοιμάζει σε βρωμερή χαρτοπετσέτα να μας φιλέψει μελομακάρονα και κουραμπιέδες. "Μη βιάζεστε", είπε. "Να πάω μέσα να βρω ψιλά...". Μόλις έστριψε την πλάτη της, ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε τρέχοντας πανικόβλητες, σχεδόν κουτρουβαλώντας από τις σκάλες! Μπορεί η παιδική φαντασία, μπορεί το ένστικτο, κανείς δεν θα μάθει αν όντως είχαμε μπει στο στόμα του λύκου. Πάντως γλιτώσαμε! Τα γλυκά τα πετάξαμε αμέσως μόλις πήραμε καθαρό αέρα έξω στο δρόμο.


  1. Το Εργοστάσιο σοκολάτας!

    Εκείνη τη φορά, μπήκαμε στο πραγματικό σπίτι του Willy Wonka. Ένα φιλόξενο σπιτικό, όπου μας υποδέχτηκε ένα ζευγάρι πολύ καλοβαλμένων ηλικιωμένων, πολύ ευχάριστοι τύποι - δεν είχαν εγγόνια και βασικά δεν είχαν καν δικά τους παιδιά. Τραγούδησαν μαζί μας, δεν έπαψαν στιγμή να χαμογελούν, κρατώντας μια φυσική και ασφαλή απόσταση. Φαίνονταν γενναιόδωροι, καλοσυνάτοι. Σίγουρα τους μεταδίδαμε το πνεύμα των εορτών και πραγματικά ευχαριστιόντουσαν. Το σπίτι ήταν πολύ φωτεινό, καθαρό, με ωραία έπιπλα, αλλά όχι κάτι κραυγαλέο. Δεν είχαμε ιδέα σε ποιανού το σπίτι μπήκαμε, ώσπου φτάσαμε στην... αμοιβή μας! Λάβαμε ο καθένας από ένα τεράστιο πακέτο με διάφορες σοκολάτες και σοκοφρέτες του πιο γνωστού εργοστασίου σοκολάτας της Ελλάδας, διότι αυτοί ήταν οι ιδιοκτήτες της συγκεκριμένης εταιρείας, όπως έμαθα αργότερα. Και να ξέρετε, δεν γκρινιάξαμε καθόλου που δεν ήταν λεφτά, αλλά σοκολάτες. Αλλά είμαι απόλυτα βέβαιη ότι η χαρά μας προήλθε από τη θετική τους ενέργεια και ευγένεια και όχι από το δώρο, οπότε και πάλι θα πω, ότι κέρδισε το παιδικό ένστικτο. Έχοντας μεγαλώσει πλέον επίσης, κρίνω τεράστιο κρίμα που αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν παιδιά και εγγόνια γιατί φαίνονταν να αγαπούν αληθινά τα παιδιά, με τον απόλυτα σωστό και αποδεκτό τρόπο.

  2. Το σπίτι της μάγισσας

    Ένα ακόμα σπίτι σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μου, αλλά όπως θα έχετε ως τώρα καταλάβει, γενικά δεν έχουμε ιδέα ποιοι είναι οι γείτονές μας, με εξαίρεση τους πολύ διπλανούς-πίσω-μπρος-μας. Αυτό το σπίτι το χάζευα όταν περνούσα από μπροστά με το ποδηλατάκι μου. Είχε κάτι το μυστήριο, δεν είχα ξαναδεί παρόμοιο σπιτάκι. Και το λέω σπιτάκι, γιατί ήταν μια μικρή μονοκατοικία -ημιυπόγειο, ισόγειο και σοφίτα- με μαύρα κρεμμύδια, σταυρωτά κάγκελα σε όλα τα μικρά του παραθυράκια, στραβή καμινάδα, μια βαριά, σκούρα ξύλινη πόρτα και αγκαθωτούς θάμνους στην περίφραξή του. Το πιο τρομακτικό ίσως ήταν αυτά τα πολύ μικρά παράθυρα στο ημιυπόγειο και στη σοφίτα. Τόσο μικρά παράθυρα με τόσο χοντρά κάγκελα. Στο παιδικό μυαλό μου, μόνο μια μάγισσα θα μπορούσε να μένει σε ένα τέτοιο σπιτάκι. Άσε που, αντικειμενικά, δεν είχαμε δει ποτέ κανέναν να μπαίνει και κανέναν να βγαίνει από εκεί - παραήταν κοντά για να μην έχουμε πετύχει ούτε μια φορά κίνηση. Το βράδυ, από όλα τα παράθυρα του σπιτιού - εννοείται με κουρτίνες πάντα, δεν έβλεπες μέσα - φέγγιζε το ίδιο παράξενο λευκό φως. Μα από όλα το ίδιο, δεν είναι παράξενο; Σαν όλα τα φώτα να ανάβανε από τον ίδιο διακόπτη, σαν μέσα να μην υπήρχαν τοίχοι και δωμάτια. Σαν τρομακτικό κουκλόσπιτο ρε παιδί μου... Ήταν από τα σπίτια που είχα αποφύγει τις προηγούμενες χρονιές να χτυπήσω κουδούνι, αλλά εκείνη τη χρονιά είχαμε μαζί και ένα αγόρι ψηλό, ήμασταν και μεγαλύτεροι - νομίζαμε, οπότε χτυπήσαμε. Μας άνοιξε μια μεσήλικη κυρία με λίγο τρελούτσικο μαλλί, που επίσης ήθελε να μας προσφέρει νερό. Από εκεί και πέρα, τίποτα αξιοσημείωτο, τίποτα περίεργο, ούτε στη συμπεριφορά της, ούτε στα έπιπλά της. Ναι, έμοιαζε λίγο κακόγουστο και λίγο χωριατόσπιτο, άκυρο κάπως για τη γειτονιά στην οποία βρίσκεται, αλλά δεν ένιωθες παράξενα ή άβολα. Νομίζω ότι ήταν θέμα γούστου, παρότι, τόσα χρόνια μετά, ακόμη δεν έχω ξαναδεί ή ξανακούσει κανέναν να μπαινοβγαίνει και τα φώτα ανοίγουν την ίδια ώρα κάθε βράδυ, φεγγίζοντας ακριβώς με τον ίδιο χρωματισμό και ένταση ταυτόχρονα όλα τα παράθυρα...! Αλλά που ξέρεις, μπορεί να είναι καλή μάγισσα...


  1. Το Μπαρμπέρικο

    Το πιο παράξενο μέρος που έχω πει τα κάλαντα ήταν το μπερμπέρικο στη Γλυφάδα - δεν υπάρχει πια. Ένα παραδοσιακό, παλαιού τύπου μπαρμπέρικο, με τον γέρο κουρρέα να ξυρίζει τα γένια των ανδρών με αστραφτερή λεπίδα, βγαλμένα όλα από παλιά, ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Με συνοδεία τον παππού μου, μόνη μου και μικρή-μικρή, θυμάμαι να πηγαίνω στο κουρείο με το τριγωνάκι μου για να τα πω. Τίποτα παράξενο, απλώς μια ξεχωριστή ανάμνηση με τον πολύ αγαπημένο μου παππού, από αυτά που δεν ξεχνάς, που όταν περνάω από το σημείο, νομίζω ότι βλέπω τη μικρή βιτρίνα του στενού παλιομοδίτικου κουρείου και παίρνει κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπάρχει πια, παρότι νομίζω ότι το είδα χθες ανοιχτό. Το ίδιο νομίζω και για τον παππού μου βέβαια, ότι τον είδα χθες - προχθές κι αυτό είναι που κάνει πάντα τα Χριστούγεννα λίγο μελαγχολικά πλέον.

34 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

All about Eminem

Comments


bottom of page