Ο τυπογράφος (πρωτοχρονιάτικο)
Ήταν Παραμονή Πρωτοχρονιάς, εκείνα τα χρόνια οι περισσότερες οικογένειες γιόρταζαν στα σπίτια τους, δεν υπήρχαν παραδόσεις σε κλάμπς και μπαρ ρέστοραν. Ο κύριος Τυπογράφος είχε γυρίσει αργά από τη δουλειά, έκανε ένα ζεστό μπάνιο, ξυρίστηκε, έβαλε καθαρά ρούχα. Κανείς δεν δούλευε εκείνο το βράδυ, ήταν ημέρα γιορτής και χαράς και η οικογένεια μαζευόταν γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Τα περισσότερα παιδιά αδημονούσαν για το ξύπνημα της επόμενης ημέρας… Θα ερχόταν ο Άγιος Βασίλης; Θα έφερνε κάποιο δώρο; Υπήρχε όμως κι εκείνο το μικρό παιδί που ανυπομονούσε για τα μεσάνυχτα, ίσως περισσότερο από τις πρωινές ανακαλύψεις κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο!
Η ώρα ήταν 12:01 και ο κύριος Τυπογράφος σηκώθηκε από το τραπέζι, ευχήθηκε στην οικογένειά του καλή χρονιά, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και το μικρό αγόρι που ένιωθε μεγάλη χαρά από τη γιορτινή ατμόσφαιρα έτρεξε να φέρει το παλτό του… Δεν άνοιξαν σαμπάνιες, ούτε βιάστηκαν να κόψουν βασιλόπιτα, αλλά έφυγαν αμέσως για το τυπογραφείο!
Περπατούσαν στον έρημο δρόμο, δεν συνάντησαν κανέναν, όλοι ήταν στα σπίτια τους και γιόρταζαν με τραγούδια, χορούς και γλυκά. Ο μικρό αγόρι περπατούσε χαρούμενο, σχεδόν χορεύοντας, κρατώντας από το χέρι τον πατέρα του, τον κύριο Τυπογράφο. Έφτασαν έξω από το Τυπογραφείο. Γενικά άρεσε στο μικρό αγόρι να πηγαίνει με τον μπαμπά του στη δουλειά, αλλά εκείνη η μέρα ήταν η πιο ξεχωριστή από όλες. Ο κύριος Τυπογράφος έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτό ένα ρόδι. Κοίταξε την ταμπέλα του τυπογραφείου του, έκλεισε για λίγο τα μάτια σαν να έκανε μια μικρή ευχή κι ύστερα πέταξε με φόρα το ρόδι στην είσοδο! Το ρόδι άνοιξε και χρωμάτισε λίγο το μάρμαρο της εισόδου εκπληρώνοντας το σκοπό του. «Με το δεξί!», είπε ο κύριος Τυπογράφος στο μικρό αγόρι καθώς εκείνο ετοιμαζόταν να περάσει πρώτο από την πόρτα…
Ο κύριος Τυπογράφος άναψε όλα τα φώτα του Τυπογραφείου… «Με το ένα, με το δύο, με το τρία!», το μικρό αγόρι και ο πατέρας του έτρεχαν από μηχάνημα σε μηχάνημα και τα έβαζαν όλα μπρος! Ντάκα-ντούκα-ντάκα-ντούκα, θόρυβος εκκωφαντικός, συν τις φωταψίες, θαρρείς ότι τυπώνανε εφημερίδες με κάποια σπουδαία είδηση της τελευταίας στιγμής! Όλα τα μηχανήματα στο φουλ, ντάκα-ντούκα-ντάκα-ντούκα και το χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη! Εκείνοι να στέκονται όρθιοι, να θαυμάζουν τα μηχανήματα, να απολαμβάνουν τον ήχο… Λίγα λεπτά μετά, τα έκλεισαν και πάλι, έσβησαν τα φώτα κι επέστρεψαν στο σπίτι σφυρίζοντας και λέγοντας ιστορίες, για να συνεχίσουν τη βραδιά με την υπόλοιπη οικογένεια – το μικρό αγόρι θα έπρεπε να κοιμηθεί λίγο μετά άλλωστε, για να μπορέσει να έρθει τελικά και ο Άγιος Βασίλης στο σπιτικό του…
Τα χρόνια πέρασαν, κάθε χρόνο την παραμονή της πρωτοχρονιάς ο κύριος Τυπογράφος με τον γιό του έκαναν ακριβώς το ίδιο… Το μικρό αγόρι μεγάλωσε κι έγινε κι εκείνος Τυπογράφος κι απέκτησε δύο δικά του μικρά αγόρια! Και κάθε Παραμονή Πρωτοχρονιάς, όλοι μαζί, αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου, φεύγανε από το τραπέζι, πηγαίνανε στο Τυπογραφείο, ανάβανε τα φώτα και όλα τους τα μηχανήματα, ντάκα-ντούκα-ντάκα-ντούκα, για λίγα λεπτά… Γιατί έτσι τους έμαθε ο παππούς τους και σύμφωνα με αυτό το οικογενειακό έθιμο, αφού τα μηχανήματα του τυπογραφείου τους δουλέψουν εκείνη τη νύχτα, θα δουλεύουνε στο φουλ όλο το χρόνο!
Ο Τυπογράφος της ιστορίας μας απέκτησε έναν τρίτο γιό μέσα στο 2020, και θα γιορτάσει και φέτος με τον ίδιο τρόπο την έλευση του νέου έτους! Και μπορεί η ιστορία να μην έγινε ακριβώς έτσι όταν ο ίδιος ήταν παιδί, να έβαλα λίγη φαντασία, αλλά είναι το πιο συγκινητικό και γλυκό γουρλίδικο έθιμο που έχω ακούσει ποτέ από γνωστούς και φίλους και ήθελα να το μοιραστώ εφόσον μου το επέτρεψε!!!
Τρελαίνομαι για τέτοιες παραδόσεις και εθιμοτυπικά! Όπως επίσης και για τους ανθρώπους που δεν φοβούνται τη δουλειά, κι εύχονται να έχουν δουλειά που να μην προλαβαίνουν και σας το λέω, έχω δει το μικρό αγόρι που έγινε Τυπογράφος να τρέχει και να μη φτάνει και ποτέ μα ποτέ να μην παραπονιέται. Είναι πάντα καλοπροαίρετος και αισιόδοξος. Κι έχει πάντα πολλή δουλειά! Αλλά του αξίζει! Δεν συμφωνείτε;
Commentaires