top of page
  • Εικόνα συγγραφέαAlexia Zervoudi

Όταν η Αλεξία γνώρισε το Χάρη #10yearstogether


Από όλες μου τις ιστορίες δεν σας έχω πει (στο blog εννοώ) την καλύτερη, ευτυχέστερη και πιο σημαντική από όλες. Δεν σας έχω πει, πότε και πως γνώρισα τον Χάρη! Για χρόνια έκρυβα την παρουσία του από εδώ, γιατί η αλήθεια είναι πως ακούγεται βαρετό να διαβάζεις για μια μακροχρόνια σχέση. Αν δεν είναι παράνομη, αν δεν είναι φευγάτη, αν είναι όλα νορμάλ δεν γίνεται βιβλίο ούτε ταινία, ούτε καν άρθρο για μπλόγκ. Τώρα όμως έχω μια καλή αφορμή… Ποιος να το έλεγε ότι ο Χάρης κι εγώ, θα καταφέρναμε να είμαστε μαζί μετά από 10 χρόνια από εκείνο το επικό βράδυ στη Νάουσα…

Αύγουστος 2006…

Ήμουν ήδη 2-3 βδομάδες στο νησί, πρωτοετής φοιτήτρια που οδεύει στο 2ο έτος με τουπέ. Τα όνειρα για μια τίμια δημοσιογραφική καριέρα ήταν ακόμη ζωντανά και να τονίσω ότι βρισκόμαστε μόλις 2 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 και 3 χρόνια πριν την κρίση. Η Κλαίρη (γνωστή και ως Καλαμάρι ή Προβατοκαμήλα) ήταν ακόμη πιο έξαλλο νιάτο από εμένα και η φίλη της η Άλκηστις διαβολίνα σωστή, έτοιμη να σου βάλει την φιτιλιά σε κάθε υπόνοια ζαβολιάς. Εκείνο το καλοκαίρι, 20 μέρες πριν τη γνωριμία μας είχε γεννηθεί ο αδερφός μου και λίγους μήνες πριν είχα αποκτήσει τον Τζέρι μου, επομένως τον Αύγουστο ήταν μόλις 6 μηνών. Σημαντική χρονιά από πολλές απόψεις το 2006… Εκείνη την ημέρα λοιπόν, είχαν καταφθάσει στο νησί η Χριστίνα και ο αγόρι της, συμφοιτητές μου και οι δύο. Δεν είχαν νοικιάσει αυτοκίνητο και ανέλαβα να τους μεταφέρω από τη Νάουσα στην παραλία της Σάντα Μαρία. Έχοντας τον Τζέρι πάντα μαζί καταφτάσαμε στην παραλία, στην οποία αργότερα θα συναντούσα την Κλαίρη, άλλωστε πόση ώρα θα άντεχα να κρατάω το φανάρι, σίγουρα όχι πολλή.

«Κράτα το Τζέρι να πάω να τους δω λίγο κι έρχομαι», είπα κι άφησα το κουτάβι μου στα χέρια της. Η ώρα πέρασε, το ζευγάρι πάνω στα μέλια θα ήθελε να μείνει μόνο του, χαιρέτισα κι έφυγα να βρω τις δικές μου. Καθώς προχωράω στην άμμο, βλέπω το χνουδωτό μου Τζέρι να τρέχει ατσούμπαλα ανάμεσα στα πόδια άγνωστων αγοριών. Ο πιο ροδαλός κρατούσε το λουρί και φαινόταν ενθουσιασμένος με τα καμώματα του σκύλου μου. Ποιοι είναι αυτοί που έχουν τον Τζέρι μου;, αναρωτήθηκα και ομολογώ για λίγα κλάσματα δευτερολέπτων πίστευα ότι μου τον έκλεψαν. Έξαλλη πλησιάζω την παρέα, αγριοκοιτάζω το ροδαλό αγόρι (δεν ήταν ο Χάρης, αλλά ο Βαγγέλης), «αυτό είναι δικό μου!», είπα, «πως βρέθηκε εδώ;». Το χαμόγελο του ροδαλού αγοριού πάγωσε και τότε παρενέβη ένας περίεργος τύπος με μαλλιά μακριά και ράστα (ο αδερφός του Χάρη). «Εεεειιι είμαστε φίλοι της Κλαίρης!». Η στριφνάδα δεν έφυγε αμέσως από τη μούρη μου, ήμουν καχύποπτη και αγχωμένη. Άρπαξα το λουράκι του Τζέρι από τα χέρια του Βαγγέλη και έψαξα με τα μάτια μου την Κλαίρη για να τα ακούσει χοντρά. Την είδα να έρχεται από μακριά, με γρήγορο αγχωμένο βάδην, τα πέλματα να βυθίζονται στην άμμο και μια κραυγή απόγνωσης να θέλει να ξεπεταχτεί από τα χείλη.

Ήταν αστείο και μου πέρασε ο θυμός και ο φόβος, τα αγόρια φαίνονταν συμπαθητικά, καθίσαμε για λίγο μαζί τους. Ο απέναντί μου ήταν ο μόνος σπαστικός. Είχε μια ειρωνεία στον τρόπο που μου μίλαγε. Τα μαλλιά του ήταν κατάμαυρα, πολύ πυκνά, λευκό δέρμα, τεράστια απίστευτα μάτια με μια βλεφαρίδα που θα ζήλευε και η Μπιγιονσέ. Φορούσε ένα μπλέ ηλεκτρίκ t-shirt που τόνιζε ακόμα περισσότερο τα μαύρα μαλλιά και το λευκό δέρμα. Τραβούσε το βλέμμα μου χωρίς να το θέλω, μα ήταν τελείως ασυμβίβαστος και κάπως… άγριος. Προκλητικός. Σχεδόν κακός. «Αλλά ωραίος…», σχολίασα στην Κλαίρη. «Α, ο αδερφός του Μιχάλη είναι… Είναι πιο μεγάλος!». Ήταν πράγματι πιο μεγάλος… Σε λίγες ημέρες θα γινόταν 21 ετών!

Οι κουβέντες που ανταλλάξαμε ήταν ελάχιστες, ο είρων απέναντι μου δεν ήταν για πολλά πολλά. Μεταξύ τους οι φίλοι μιλούσαν περισσότερο, σαν να μην υπήρχαμε στο πλάνο. Υπήρχε ένα inside joke δικό τους σχετικά με το αυτοκίνητο του αντιπαθούκλα. Καμάρωνε ότι τράβηξε με το Feroza του ένα τεράστιο τζιπ που είχε κολλήσει στην άμμο. Παρακολουθούσα τη συζήτηση και με έπιασε στα πράσα. Ήθελε να δείξει και πάλι πόσο αντιπαθητικός μπορεί να γίνει, «ξέρεις τι είναι feroza;», με ρωτάει με ειρωνικό τόνο, σίγουρος ότι είμαι μια χαζογκόμενα 18άρα που ξέρει τα βασικά από αυτοκίνητα και αν. «Ναι!», απαντώ γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ναι, οκ, το Feroza δεν είναι από τα πιο γνωστά και συνηθισμένα αυτοκίνητα που υπάρχουν στη Γη. Είναι ένα τζιπ της Daihatsu, έβγαλε μερικά μοντέλα το 1992, ακόμα λιγότερα το 1993 και μετά βγήκε το Terrios και η Feroza τελείωσε εκεί.

Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο ανάμεσα σε πολλά άλλα και μπορούσες να τα δεις από τις ξαπλώστρες της παραλίας. Εκείνος βρήκε την ευκαιρία να με ξεφτυλίσει, «α ναι; Για δείξε μου λοιπόν, ποιο από εκείνα εκεί είναι;». Χαμογέλασα σαν κακιά μάγισσα και του απάντησα με σιγουριά, πριν καν τελειώσει την γελοία ερώτησή του, «το μπλέ με ασημί ανάμεσα σε εκείνα εκεί τα 2!». Τώρα είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Θα με πέρασε για πολύ ψαγμένη με αμάξια, σκέφτηκα. «Πως το ξέρεις;», με ρώτησε έχοντας πλέον χάσει τελείως την όρεξη για ειρωνείες. «Έχουμε 2 τέτοια… Και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου από ένα ο καθένας». Ο Χάρης ήταν ερωτευμένος με εκείνο το αυτοκίνητο. Καμία κοπέλα δεν θα μπορούσε να αγαπήσει περισσότερο από το Feroza του.

Συμφώνησε πως είναι απίστευτη σύμπτωση και προφανώς, το σύμπαν έκανε τρομερό τζογαδόρικο παιχνίδι πίσω από την πλάτη μας, οι θεοί γελούσαν σίγουρα…

Έχοντας ανακτήσει λίγο το κύρος μου φύγαμε από την παραλία, το «ωραίος ο αδερφός του φίλου σου του Μιχάλη… Αλλά αντιπαθητικός», ήταν το μόνο που σχολίασα στην Κλαίρη εκείνο το απόγευμα. Το βέλος είχε εκτοξευτεί από το τόξο ήδη, με κατεύθυνση κατευθείαν στην καρδιά, αλλά δεν το ξέραμε ακόμα. Δεν θα τους βλέπαμε εκείνο το βράδυ, αλλά την επομένη, 5 Αυγούστου 2006, στις 7 το απόγευμα στην Punda Beach.

Η Punda ήταν το απόγειο του ξεσαλώματος μετά την παραλία, αλλά επειδή ποτέ δεν ήμουν αυτή που ανεβαίνει ημίγυμνη στη μπάρα και λούζεται με μπίρες, ξεσάλωνα με την Κλαίρη παίζοντας τάβλι. Η Άλκηστις καθόταν από την πλευρά της Κλαίρης και παρακολουθούσε την παρτίδα στρίβοντας ένα τσιγάρο, τη στιγμή που σήκωσαν το κεφάλι τους και κοίταζαν κάτι που βρισκόταν πίσω από εμένα, που εγώ δεν μπορούσα να δω. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκαν σαν δίδυμες, γιατί έκαναν ακριβώς τις ίδιες κινήσεις. Θα έλεγα και γκριμάτσες, αλλά στην πραγματικότητα ήταν παγωμένες, σχεδόν ανέκφραστες. Πίσω μου στεκόταν ο Χάρης, που ήρθε και κάθισε χωρίς να κομπιάσει στιγμή δίπλα μου κολλητά. «Γεια-σου-τι-λεει-όλα-καλα», του είπαν με μια φωνή, μηχανικά και δευτερόλεπτα μετά εξαφανίστηκαν. Με άφησαν μόνη με τον αντιπαθητικό, σκέφτηκα και προσπαθούσα να ρίξω τους παλμούς της καρδιάς που είχαν φουντώσει και δεν καταλάβαινα γιατί. Άπλωσε το χέρι του στην πλάτη του ξύλινου καναπέ, αν μας έβλεπε κανείς από μακριά, θα έλεγε ότι με πήρε αγκαλιά. Δεν με ακουμπούσε, αλλά με είχε περικυκλώσει κατά κάποιον τρόπο. Αν και αυτό το περίεργο φούσκωμα στην καρδιά έκανε τα πάντα μου να μοιάζουν δύσκολα, τη γλώσσα να μουδιάζει να μη μπορώ να αρθρώσω καλά, η λογική έλεγε ότι πρέπει να είμαι κουλ γιατί δεν τρέχει τίποτα, είναι ακόμα το ίδιο αντιπαθητικός και δεν έχω καμία ντροπή να του μιλήσω όπως θα μιλούσα στον οποιονδήποτε γνωστό της Κλαίρης. Τον ρώτησα που μένουν και πότε φεύγουν, μου απάντησε ούτε άκουγα τι, το τακ τακ της καρδιάς ήταν πιο δυνατό εκ των έσω που είχα πάθει κόφωση, ούτε την απαίσια μουσική της Punda μπορούσα να ακούσω πια. Και μέχρι να καταφέρω να σκεφτώ την επόμενη κουβέντα είχε φύγει. Έμεινα μόνη σύξυλη με το τάβλι ανοιχτό διάπλατα σαν το στόμα μου.

Όταν επιτέλους επέστρεψαν η Κλαίρη με την Άλκηστις, μου φάνηκε σαν αιώνας που περίμενα μόνη μου σε τόσο άβολη από όλες τις απόψεις θέση, ρώτησα σχεδόν εξαγριωμένη, «ΓΙΑΤΙ ΦΥΓΑΤΕ ΚΑΙ ΜΕ ΑΦΗΣΑΤΕ ΜΕ ΑΥΤΟΝ????». Η Κλαίρη δεν ήξερε να μου απαντήσει, ή δεν πρόλαβε. Η Άλκηστις που όπως σας είπα είναι διαβολίνα, μειδίασε και είπε «Ε…πιάσαμε κάποια vibes». Περπατώντας προς το αυτοκίνητο ρώτησα αν έχει κοπέλα και αν θα τους βλέπαμε το βράδυ όπως είχε πει η Κλαίρη αφηρημένα στο Μιχάλη… Η καρδιά μου με είχε προδώσει, ξεκάθαρα.

Όχι, είπε η Κλαίρη, δεν είχε κοπέλα. Αλλά τόνισε, ότι δεν τον ήξερε και πολύ καλά, για την ακρίβεια καθόλου. Εγώ είχα ένα αγόρι από το σχολείο, μα δεν τραβούσε και το ξέραμε και οι δύο. Για την ακρίβεια το ήξερε και ο Χάρης, γιατί με είχε ακούσει την 1η ημέρα να του μιλάω στην παραλία και με ρώτησε με θράσος ποιος είναι και γιατί του μιλάω έτσι. «Πως έτσι;», ρώτησα εγώ. «Εγώ θα σε είχα χωρίσει αν μου μίλαγες τόσο αδιάφορα και καθόσουν με αντροπαρέα σε παραλία». Ζηλιάρης ο αντιπαθητικός, είχα σκεφτεί, αλλά δεν είχα κάνει κανένα έγκλημα ακόμα, ήταν υπερβολικός στην κριτική του, στα όρια του αναιδή. Η σχέση μου ήταν τελειωμένη αρκετούς μήνες πριν από τη γνωριμία μου με το Χάρη, αλλά όπως πολλοί, την συντηρούσαμε τελείως άκεφα από ανασφάλεια κι επειδή είχαμε κανονισμένες κοινές διακοπές. Όλα αυτά είχαν τελειώσει οριστικά και ανεπιστρεπτεί λίγες ώρες μετά από το ποτό στο Agosta.

Ανέκαθεν έτρεφα αγάπη για αυτό το μπαράκι με ιδιαίτερη αδυναμία στο επάνω πάτωμα, όπου και συμπτωματικά είχε κανονίσει η Κλαίρη να πάμε με τη παρέα του Μιχάλη. Μαζί ήταν και 2 νέα πρόσωπα – αγόρια κι αυτά – δεν τα είχα ξαναδεί και έμοιαζαν με χωροφύλακες. Τελικά ήταν οι σωματοφύλακες του Χάρη… Ή αλλιώς, οι κατάσκοποι της κοπέλας που δεν ήξερα ακόμα ότι υπήρχε στη ζωή του. Πριν προλάβει οποιοσδήποτε να μας κακολογίσει, εμένα ή εκείνον, θέλω να θυμάστε 3 πράγματα: Πρώτον , ότι ήμασταν πολύ νέοι, 18 και 21, χωρίς παιδιά σκυλιά και μην έχοντας υποσχεθεί τίποτα στους συντρόφους μας. Δεύτερον, οι καλοκαιρινοί έρωτες είναι θύελλα, τσουνάμι και λάβα μαζί, δεν τους αποφεύγεις εύκολα… Τρίτον, η ιστορία έδειξε ότι άξιζε τον κόπο μιας και είμαστε ακόμα μαζί. Οπότε ναι, χωρίς ντροπή πια, παραδέχομαι ότι όταν γνωριστήκαμε είχαμε και οι δύο άλλες σχέσεις. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες άλλωστε…

Η Κλαίρη και η Άλκηστις κάτι σκαρώνανε, είχαν εξαφανιστεί για ακόμη μια φορά προκειμένου να συναντήσουν κάποιους άλλους γνωστούς τους, όπως φαινόταν ρομάντζο κι από εκείνη τη μεριά. Ο αντιπαθητικός φορούσε τώρα λευκό πόλο μπλουζάκι με μια διακριτική κόκκινη γραμμή στο γιακά, έμοιαζε αλλιώτικος στο σκοτάδι. Οι διαβολικές συμπτώσεις μας έφεραν να στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον, όλοι καθισμένοι σε σκαμπό, εμείς όρθιοι, οι δυό μας, ξεχνώντας ότι υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γύρω μας. «Οι φίλες σου πήγαν να βρουν γκόμενους;», είπε με τη γνωστή ειρωνεία. «Δεν ξέρω, μπορεί!», απάντησα χωρίς να δαγγώσω τη γλώσσα μου, με το λευκό μπλουζάκι φαινόταν λιγότερο απειλητικός και κακός και άλλωστε είχα κερδίσει πόντους με την αναγνώριση του Feroza (βλ.vol2). «Εσύ γιατί δεν πας μαζί τους;», η ερώτηση ήταν ρητορική και ένιωθες ότι μέσα του καυχιέται σα να σου λέει, κάθισες επειδή είμαι εγώ εδώ… Η 18άρα που ήμουν κάποτε έσπασε τα δεσμά της ντροπής, «εγώ δεν τους ψάχνω, με βρίσκουν!». Ειλικρινά, δεν ξέρω πως τρύπωσαν αυτά τα λόγια στο στόμα μου, λόγια φωτιές που πυρπόλησαν το Χάρη για τα καλά. «Πάμε να σου βρω εγώ έναν», είπε, με άρπαξε από το χέρι κι άρχισε να με τραβολογάει μέσα στον κόσμο.

Απομακρυνόμασταν από την καθιστή παρέα μας και τους 2 κατασκόπους όπως όταν το πλοίο απομακρύνεται από το λιμάνι, σαν οι άλλοι να ήταν αγκυροβολημένοι δεμένοι στη στεριά κι εμείς πάνω στα κύματα και δεν θα μπορούσαν να μας ακολουθήσουν. Το τραβολόγημα δεν είχε τελειωμό, «που πάμε;», πήγα να ρωτήσω, γύρισε το κεφάλι απότομα, πίστευα για να μου απαντήσει, αλλά οχι, και τότε έχασα τον κόσμο όλο, ο αντιπαθητικός είχε κολλήσει τα χείλη του στα δικά μου και έμοιαζε με παραισθησιογόνο ή με αναισθητικό, δεν μπορώ να το περιγράψω. Χάθηκα για λίγο και όταν συνήλθα κι άνοιξα τα μάτια μου έβλεπα έναν άλλον, που δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου αντιπαθητικός… "Ωραίος ο γκόμενος που σου βρήκα;", είπε χαμογελώντας πονηρά. Είναι η πιο αγαπημένη ατάκα της ιστορίας που οι φίλοι μας δεν χορταίνουν να ακούν όταν τους το αφηγούμαι και που πάντα εξηγώ, ότι αν κάποιος άλλος ερχόταν τώρα να μου πει τέτοιο πράγμα θα έτρωγε κλωτσιά. Αλλά αυτός δεν ήταν ο κάποιος άλλος... Ήταν ο κεραυνοβόλος.

Εκείνο το βράδυ, καθώς και τα πολλά επόμενα βράδια δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ. Όχι από τύψεις, αλλά από το στομάχι που γουργούριζε περίεργα, όσο κλισέ κι αν είναι, οι γνωστές πεταλούδες στο στομάχι. Έκλεινα τα μάτια και προσπαθούσα να θυμηθώ το πρόσωπό του, αλλά ήταν αδύνατο να τον δω στο μυαλό μου. Περισσότερο εντυπώθηκε στη μνήμη μου η μυρωδιά του και μπορούσα ανά πάσα στιγμή να θυμηθώ καρέ καρέ το πρώτο μας φιλί. Όχι όμως το πρόσωπο. Το ίδιο και τις επόμενες ημέρες. Θυμόμουν τα λόγια του, τις πεταλούδες μου, τη μουσική, όχι όμως το πρόσωπο. Ήταν λες και μου έκανε μάγια και έσβηνε τη μνήμη μου. Πολλά χρόνια αργότερα διάβασα πως αυτό είναι σημάδι ερωτοχτυπημένου στην αρχή μιας γνωριμίας–δεν είμαι σίγουρη για την εγκυρότητα της πληροφορίας, είναι από αυτά που θέλουμε να πιστεύουμε. Το ειδύλλιο θα κρατούσε 3-4 μερόνυχτα γιατί μετά είχαμε και οι δύο αφίξεις, που σίγουρα θα προτιμούσαμε να βουλιάξει το πλοίο τους παρά να έρθουν στην Πάρο και να αναγκαστούμε είτε να τους υποστούμε, είτε να τους αφιερώσουμε τη χειρότερη ψυχρολουσία της ζωής τους.

Πήρα τηλέφωνο τις δύο κολλητές, Τρίσια και Ειρήνη, που ήταν σίγουρο ότι δεν θα με κράξουν και θα άκουγαν με ενθουσιασμό το νέο love story. Σε ένα σοκάκι στη Νάουσα, πάνω σε ένα πεζούλι οκλαδόν, το τηλεφώνημα διήρκησε όλη τη νύχτα. Ήμουν αποφασισμένη να χωρίσω ακόμη κι αν δεν ξανάβλεπα το Χάρη ποτέ ξανά, δεν υπήρχε επιστροφή μετά από αυτό. Η ψυχρολουσία θα ήταν σκληρή, αλλά όχι ότι θα έπεφτε κι από τα σύννεφα κανείς. Έτσι, το τελευταίο βράδυ πριν τις αφίξεις, κι αφού ο Χάρης ουδέποτε επιχείρησε να ανοίξει συζήτηση για κάτι, ούτε καν αριθμούς τηλεφώνων δεν είχαμε ανταλλάξει, μου πρότεινε να πάμε οι 2 μας, χωρίς τους άλλους για πρώτη φορά, για ένα ποτό. Ξαναπήγαμε στο Αgosta, επέμενε να με κεράσει. Ήμουν σίγουρη πως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα και προσπαθούσα επίμονα να απομνημονεύσω το πρόσωπό του γιατί δεν θα είχα άλλη ευκαιρία. Μου έδωσε το ποτό μου, ήταν κατάλληλη στιγμή για μια πρόποση. «Γειά μας!», του κάνω, «στην τελευταία βραδιά μας!». Τα ποτά συνέχισαν να αιωρούνται στα χέρια μας όταν έσκυψε και μου είπε, «γιατί το λες αυτό; Πως το ξέρεις;». Με τσαχπινιά και μια δόση παράπονο του υπενθύμισα την άφιξη της κοπέλας του την επομένη, αλλά ούτε τότε φάνηκε να είναι έτοιμος να πιεί την πρώτη του γουλιά. «Δεν ξέρεις αν είναι η τελευταία… Μπορεί να είμαι ο άντρας της ζωής σου και να είσαι η γυναίκα της ζωής μου…». Γέλασα κοροιδευτηκά και ήπια το τζιν τόνικ.

Όπως σας είπα, δεν κατάφερνα να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά του παρά μόνο μεμονωμένα. Ένα γkρο πλάνο τα μάτια του, ένα ζουμ στα πανέμορφα χείλη του, αλλά στο σύνολο δεν μπορούσα να τον θυμηθώ. Τα λόγια όμως δεν τα ξέχασα ποτέ, τα συγκρατούσα όλα, παρότι τότε πίστευα ότι είναι από εκείνους που λένε μεγάλα λόγια εύκολα χωρίς δεύτερη σκέψη για να εντυπωσιάσουν.

Τα παραπάνω έγιναν ακριβώς όπως σας τα λέω, δεν έχω προσθέσει ή αφαιρέσει τίποτα.

Λίγα πράγματα είχαμε προλάβει να μάθουμε ο ένας για τον άλλον, εκείνος δεν έκανε πολλές ερωτήσεις, υπέθετα ότι δεν τον ενδιέφερε να μάθει περισσότερα για εμένα, αλλά όταν γύρισα την πλάτη να φύγω, με φώναξε για να μου δώσει τον αριθμό του. «Ίσως τα πούμε στην Αθήνα», είπε φευγάτα, όχι ότι ο λόγος του ήταν συμβόλαιο, ούτε είχα πρόθεση να το αξιοποιήσω πριν από εκείνον.

Την επόμενη ημέρα το πρωί ήμουν στην Παροικιά περιμένοντας την άφιξη και προβάροντας τα λόγια που πρέπει να πω. Ίσως να μην το έλεγα από την πρώτη ημέρα. Ίσως να έπρεπε να κάνω υπομονή, να περάσουν αυτές οι 5 ημέρες και να το ξεφουρνίσω στην Αθήνα. Η άφιξη ήρθε με μια μεγάλη έκπληξη… Δύο χρόνια προσπαθούσα να τον πείσω να κόψει την κοτσίδα του, που κατά τη γνώμη μου δεν ταίριαζε στο προφίλ ενός φοιτητή της Νομικής, αλλά εκείνος ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Ήρθε στην Πάρο με κομμένη την κοτσίδα και ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τύψεις. Τώρα βρήκε;, αναρωτήθηκα και κατέληξα να κάνω υπομονή να περάσουν οι διακοπές. Προφανώς εκείνος κατάλαβε από τις πρώτες ώρες τι θα γινόταν παρακάτω, γιατί είχα πάθει μετάλλαξη. Με ήξερε πολύ καλά για να τον ξεγελάσω, στη βάση του πράματος όμως ήθελε να ξεγελάσει τον εαυτό του.

Το ίδιο απόγευμα συνέβη το τραγικότερο ατύχημα που μου είχε συμβεί μέχρι τότε. Έπεσα από τις σκάλες, η κραυγή μου ακούστηκε μέχρι τις Λεύκες, το βράδυ το βγάλαμε στο Ιατρικό Κέντρο της Παροικιάς, πόδι μπαταρισμένο και ευτυχώς, είχαμε spear μπαστούνι της γιαγιάς –κανονική μαγκούρα, μαύρο πόδι με ασημένια κεφαλή. Το αριστερό πόδι ήταν πολύ άσχημα χτυπημένο, δεν μπορούσα να το πατήσω καθόλου, πόσο μάλλον να οδηγήσω. Ο πόνος ήταν φρικτός και είχα πείσει τον εαυτό μου ότι είναι η Θεία Δίκη για την αμαρτία μου.

Δεύτερη μέρα με μπαταρισμένο πόδι, απόγευμα, λίγο πριν τις 7, τρώγαμε μακαρόνια στο μπαλκόνι. Από το μπαλκόνι του σπιτιού βλέπεις ξεκάθαρα τον κεντρικό δρόμο από όπου περνούν όλα τα αυτοκίνητα που έρχονται από τη Νάουσα για να φτάσουν στην Πούντα. Ένα Feroza μπλέ ασημί δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Άκεφη, σιωπηλή, λίγο νευρική, δικαιολογούσα την κακή μου διάθεση λέγοντας ότι με εμποδίζει το πόδι να χαρώ τις διακοπές μας. Έχοντας την προτελευταία μπουκιά μακαρονιών στο στόμα το Feroza ξεπροβάλει πίσω από τα δέντρα και κατευθύνεται προς την Punda. «Λοιπόν!», είπα προσγειώνοντας με φόρα το πιρούνι στο πάτωμα. «Δεν θα μιζεριάσουμε! Θα πάμε στην Punda να χορέψουμε!», είπα αποφασισμένη. «Μα εσύ ούτε να περπατήσεις δεν μπορείς, θα χορέψεις κιόλας;», αποκρίθηκε ανήσυχος πιστεύοντας ότι μου έστριψε. «Νιώθω πολύ καλύτερα, πάμε!». Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ λεπτό παραπάνω, έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσω εκεί, να τον δω έστω κι από μακριά. Ούτε το φαγητό του δεν πρόλαβε να φάει, επιβιβαστήκαμε στο αμάξι μαζί με τη μαγκούρα. Κάθε πάτημα του αμπραγιάζ κι ένας καημός, χειρότερο πόνο δεν έχω νιώσει και ναι κυρίες και κύριοι… Η Zed που όλοι ξέρετε και αγαπάτε, η μικρή ατίθαση Κριός, έσκασε στην Punda Beach με τη μαγκούρα της γιαγιάς της.

Πιστέψτε το, η Punda εκείνες τις εποχές ήταν πιο τιγκαρισμένη από ποτέ, μα δεν χρειάστηκα παρά λίγα λεπτά για να εντοπίσω το Χάρη και την παρέα του μιας που τα βλέμματά μας τραβούσαν το ένα το άλλο σαν μαγνήτης.

Το επόμενο βράδυ βγήκα από την πίσω πόρτα του Agosta με την πρόφαση ότι πάω στην τουαλέτα και τον συνάντησα κρυφά, έχοντας πει στην Κλαίρη «κράτα τον απασχολημένο». Το τρίτο βράδυ κατέφθασε και η άφιξη του Χάρη και τώρα όλα ήταν πιο δύσκολα…

Εκείνη είχε έρθει με τις φίλες της με τις οποίες θα έμενε μαζί, ενώ ο Χάρης έμενε με τους δικούς του φίλους. Στο απέναντι ξενοδοχείο φήμες λέγανε ότι έμενε η Τζούλια Αλεξανδράτου η οποία έβγαινε γυμνόστηθη στο μπαλκόνι προσφέροντας πλούσιο θέαμα. Στο νησί κατέφθασαν και η Τρίσια με την Ειρήνη από τη μεριά μου, ο Νανούκος με ένα φίλο του που μόλις είχε βγει από το στρατό από την πλευρά του Χάρη και έτσι, όλοι μαζί βρεθήκαμε το βράδυ στο ίδιο κλάμπ.

Λίγη ώρα πριν σκάσει στο κλάμπ η «άλλη»

Ο Χάρης με το Νανούκο και τον απολυμένο φαντάρο βρίσκονται μέσα στο Nostos όρθιοι με τα ποτά στα χέρια. Ο Νανούκος είχε ενημερωθεί για την κατάσταση μια περίληψη, ο φαντάρος δεν είχε ιδέα. Έχοντας μπει στρατό αμέσως μετά το σχολείο, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε πόσο παραδεισένια του φαινόντουσαν όλα στην Πάρο κι με ποιες διαθέσεις είχε καταφθάσει. Η Κλαίρη, ο κουρεμένος πρώην και η Τρίσια με εμένα καθόμασταν στον κήπο του Nostos, όπου ο Μιχάλης με το σπασμένο του τότε πόδι –εγώ ακόμα με το δικό μου μπαταρισμένο φυσικά- μας είχε προσεγγίσει και μιλούσε με την Κλαίρη. Ο κουρεμένος πρώην ήταν σίγουρος ότι υπήρχε νταραβέρι μεταξύ μας –καθότι αγνοούσε την ύπαρξη του αδερφού του. «Κράτα τον…», πήγα να πω στην Κλαίρη, «ξέρω, ξέρω, απασχολημένο!», συμπλήρωσε εκείνη. «Πάω τουαλέτα!», ανακοινώνω και γίνομαι καπνός. Ανοίγω την πόρτα, μπουκάρω με φόρα μέσα στο κλάμπ, προσπερνάω όλο τον κόσμο πατώντας κυριολεκτικά πάνω στα πόδια τους. Ο Χάρης ήταν ακριβώς μπροστά στα μάτια μου, δεξιά του ο φαντάρος και αριστερά ο Νανούκος, τους οποίους δεν είχα ξαναδεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν φρενάρισα παρά μόνο όταν ήρθαμε μούρη με μούρη, «δώστ’α όλα», είπα στον εαυτό μου και άρπαξα και τον φίλησα χωρίς να πω κουβέντα.

Δεν με ενδιέφερε τίποτα και κανείς για τα κλάσματα δευτερολέπτων που διήρκησε το φιλί, ύστερα προσπέρασα και κάνοντας έναν γρήγορο κύκλο ξαναβγήκα έξω. Ο φαντάρος έμεινε με το στόμα ανοιχτό, πιστεύοντας ότι είμαι μια τρελή που βουτάω κόσμο και τον φιλάω και στα αλήθεια τώρα πέταγε στον 7ο ουρανό, αυτό δεν ήταν Κυκλάδες, αυτό ήταν ο Παράδεισος ο ίδιος! (μετά του εξηγήσανε ότι δεν ήμουν άγνωστη… για το τρελή δεν ξέρω). Η ώρα πέρασε, ήρθε και η κοπέλα, τους είδα χεράκι χεράκι, τους είδα και αγκαλιά και δεν θυμάμαι πως κύλησε το υπόλοιπο βράδυ και οι υπόλοιπες διακοπές.

Στις 18 Αυγούστου το απόγευμα, επέστρεφα με τον πρώην και το high speed αρόδου έξω από το λιμάνι του Πειραιά ανέμενε το οκ για να δέσει. Κάνω αυτό το ταξίδι πήγαινε-έλα στην Πάρο 10 χρόνια και ποτέ δεν μου έχει ξανατύχει να μην υπάρχει θέση για πλοίο στο λιμάνι και να περιμένουμε στα ανοιχτά. Ήταν λες και σταμάτησε ο χρόνος, σαν να μας έδιναν λίγο χρόνο παραπάνω για να αποχαιρετιστούμε για πάντα. Κλίμα βαρύ, ο καιρός μουντός που σε έπιανε πονοκέφαλος, ένας κόμπος στο λαιμό και μάτια βουρκωμένα. Οι διακοπές είχαν τελειώσει, είχα ανακοινώσει ό,τι ήταν να ανακοινώσω -καμία έκπληξη από πλευράς του, και η συμφωνία μας ήταν πως μόλις κατεβαίναμε από το πλοίο, η σχέση μας θα είχε τελειώσει οριστικά. Είναι μια στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ μιας που και το σκηνικό και η παγωμάρα του πλοίου το έκαναν ακόμη πιο έντονο, κλάψαμε ο ένας στον αγκαλιά του άλλου και δεν βρεθήκαμε ποτέ ξανά σαν ζευγάρι…

Ο Χάρης θα έφτανε στην Αθήνα την ίδια ημέρα στις 9 το βράδυ και ως δια μαγείας στις 10:00 το βράδυ ήταν στη Γλυφάδα, και που το κανονίσαμε τελευταία στιγμή, πάνω που είχα πάρει απόφαση ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. Διέσχιζα την πλατεία Εσπερίδων και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει και αναρωτιόμουν αν θα τον αναγνωρίσω, αν θα είναι όπως στο νησί και αν τελικά ήταν αυτή η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Αυτό το αναρωτιόμουν επί 2 μήνες πρέπει να σας ομολογήσω…


Σαν μαγνήτης και πάλι, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν από πολύ μακριά. Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα και τους επόμενους μήνες που έγιναν χρόνια και μόλις χθες δεκαετία. Όμως αυτή η ιστορία αφορά τη γνωριμία μας, ίσως πω άλλη φορά για τα υπόλοιπα… Η γνωριμία μας ήταν κινηματογραφική, η ιστορία καλοκαιρινή, γι΄αυτό και κανείς μας δεν πίστευε ότι μπορεί να κρατήσει. Εκείνο το βράδυ, μετά το 1ο ραντεβού της Αθήνας, άλλαξε στα αλήθεια όλη μου η ζωή. Σαν να μηδένισα και να ξανάρχισα από την αρχή… Αλήθεια δεν με ενδιέφερε πολύ να καταλήξει σε σχέση…μου ήταν αρκετό αυτό που είχα ζήσει.

Φυσικά ακολούθησαν πολλές άλλες τέτοιες νύχτες και ημέρες… Και τελικά μεγαλώσαμε μαζί και ζήσαμε μαζί τα πάντα… Χάσαμε αγαπημένα πρόσωπα, πήραμε τα πτυχία μας, γιορτάσαμε την πρώτη μας δουλειά, γενέθλια, γιορτές, το καινούργιο του αυτοκίνητο και αργότερα ο αποχωρισμός με το Feroza, άλλα 2 σκυλιά την οικογένειά μας, ο στρατός του, η Τουλούζη μου και αμέτρητες πρώτες φορές και τσακωμοί και ένταση και ζήλιες… Και δράματα… Και έρωτας ανυπόφορος και βασανιστικός ορισμένες φορές.

89 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page